Πώς φθάσαμε στο σημείο, η Τουρκία να μην υπολογίζει κανέναν και να προβαίνει σε αυθαιρεσίες, αυθαδιάζοντας μάλιστα και περιφρονώντας, ακόμη και τους ισχυρούς της γης;
Αυτή την περίοδο είμαστε όλοι ακούσιοι θεατές ενός θεατρικού έργου του παραλόγου, στο όποιο πρωταγωνιστεί η Τουρκία, που παίζει τον «ρόλο» ενός «Ρουβίκωνα» έναντι της διεθνούς νομιμότητας με «κομπάρσους», δυστυχώς, ους λεγάμενους «μεγάλους» του κόσμου!
Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο, ώστε η Τουρκία να μην υπολογίζει σήμερα κανέναν, προβαίνοντας στις αυθαιρεσίες της και προπαντός να αγνοεί ακόμη και τους ισχυρούς της γης, μερικές φορές μάλιστα να αυθαδιάζει κιόλας προς αυτούς ή να τους απειλεί και από πάνω, ότι θα τους «πνίξει» στους λαθρομετανάστες, εάν επιμείνουν στις κυρώσεις πού προτίθενται να λάβουν σε βάρος της, για να την ανακαλέσουν στην τάξη;
Όλα ξεκίνησαν πριν από 100 περίπου χρόνια, όταν οι Σύμμαχοι, νικητές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, θέλησαν, μέσα από τις «στάχτες» της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να βοηθήσουν τους άτακτους Τσέτες και τους άλλους Νεοτούρκους να οργανωθούν σε κράτος.
Όλους αυτούς στους καθοδήγησε ένα επαναστάτης εναντίον της εξουσίας του Σουλτάνου: ο νεαρός Συνταγματάρχης Μουσταφά Κεμάλ, πού έλαβε το προσωνύμιο «Ατατούρκ» λόγω του ενθουσιασμού και της αναγεννητικής «αύρας» που «σκορπούσε» σε όλους τους Τούρκους.
Για να στηρίξουν όμως οι Σύμμαχοι τον Κεμάλ, έπρεπε να προδώσουν εμάς, που μας είχαν δώσει την «εντολή» να πάμε στην Σμύρνη και να καταλάβουμε τα προαιώνια ελληνικά παράλια της Ιωνίας. Έτσι και έγινε.
Την επομένη κιόλας της απόβασης μας σε αυτά άρχισαν βαθμιαία να μας εγκαταλείπουν επικαλούμενοι ως πρόσχημα την επάνοδο στον θρόνο του φιλογερμανού Βασιλιά Κωνσταντίνου, έπειδή, όπως έλεγαν, «η μή νομιμόφρων συμπεριφορά αυτού κατά την διάρκεια του πολέμου υπήρξε πρόξενος πολλών δεινών στους συμμάχους». Προφάσεις εν αμαρτίαις!
Η αλήθεια της μεταστροφής των Γάλλων και των Άγγλων υπέρ του Κεμάλ Ατατούρκ (οι Ιταλοί ήσαν από την αρχή αντίθετοι στην απόβαση Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη, διότι είχαν ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή λόγω της κατοχής από αυτούς των Δωδεκανήσων) βρίσκεται αλλού:
στο γεγονός ότι ο Κεμάλ απέδειξε στους Συμμάχους ότι ελέγχει στρατιωτικά πλήρως την κατάσταση στο Μικρασιατικό Μέτωπο.
Σε αυτό βέβαια συνέβαλαν οι ερασιτεχνικοί ελληνικοί στρατηγικοί σχεδιασμοί στην περιοχή.
Κυρίως όμως η «αυτοχειριαστική» προέλαση των στρατευμάτων μας στην Ανατολία, από την οποία φαινόταν πια καθαρά προς τα που «γέρνει» η «πλάστιγγα» στην Μικρά Ασία.
Εάν ο Ελληνικός Στρατός παρέμενε οχυρωμένος στις περιοχές γύρω από την κεντρική Μικρά Ασία και δεν προσφέρονταν «βορά» στο «στόμα» του καραδοκώντας «θηρίου» στην αλμυρά έρημο, στους βάλτους του Σαγγάριου και στο τραχύ οροπέδιο της Άγκυρας, δεν θα θρηνούσαμε σήμερα τις «χαμένες πατρίδες» της Μικρασίας, έστω κι αν οι Σύμμαχοι έδιναν, όπως έκαναν τελικά μετά την αποχώρησή τους από το Μικρασιατικό Μέτωπο, όλο το στρατιωτικό υλικό τους (πυροβόλα όπλα και αεροπλάνα) στους Τσέτες του Κεμάλ Ατατούρκ.
Και τούτο, διότι εκείνη την εποχή είχαμε τον ισχυρότερο στρατό στον κόσμο!
Ιδίως μετά την επιστράτευσή του 1921 που μάζεψε 320.000 στρατιώτες.
Θα μπορούσαμε έτσι με ορμητήριο την Σμύρνη να επεκταθούμε σιγά-σιγά εκ του ασφαλούς στις παραπλήσιες περιοχές, στις οποίες κατοικούσαν από την αρχαιότητα ελληνικοί πληθυσμοί, αντί να σπεύσουμε να επαναλάβουμε με περισσή αφροσύνη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα βάθη της Ανατολής, η οποία ήταν εθνολογικά εντελώς ξένη προς τις δίκαιες διεκδικήσεις μας στην Μικρά Ασία.
Άσχετα όμως από αυτά, δεν μπορεί να συγκαλυφθεί από τα δικά μας λάθη η μεγάλη προδοσία των Συμμάχων μας προς την Ελλάδα, εξ αιτίας της συμφεροντολογικής τους προσέγγισης στην νέα ανερχόμενη δύναμη της Τουρκίας, που την εκπροσωπούσε ο Κεμάλ.
Φοβήθηκαν την Μεγάλη Ελλάδα, που θα ήταν «ανάχωμα» «διολίσθησης» προς την Ευρώπη οποιοσδήποτε επιβουλής των αξιών της, αφού η Ελλάδα είχε «γαλουχήσει» τους Ευρωπαίους (και όχι μόνο) με τις άξιες αυτές.
Και εμπιστεύθηκαν μια πολιτισμικά ξένη προς τα ευρωπαϊκά ιδεώδη χώρα, αντί να την εκτοπίσουν, πρωτίστως με δικές τους στρατιωτικές επιχειρήσεις, στον φυσικό της γεωγραφικό χώρο, που ήταν η Μογγολία.
Έτσι ανενόχλητη «γιγαντώθηκε» η Τουρκία και καταβάλλει σήμερα σε όλους αυτούς που την «εξέθρεψαν» το «αντίτιμο» της απερισκεψίας τους και της προδοσίας τους προς την Ελλάδα, κάνοντας την ζωή τους δύσκολη.
Και το σπουδαιότερο: απειλώντας να «τινάξει» την παγκόσμια ειρήνη στον «αέρα» με τις εμπρηστικές προκλήσεις της στην ευαίσθητη περιοχή της Μεσογείου.
Την λογική του «πλιάτσικου», που είναι κληρονομική «προίκα» της Τουρκίας από τους προπάτορές της, τους Οθωμανούς, την εξεδήλωσε η γείτων πρωτίστως το 1974 με την στρατιωτική εισβολή της στην Κύπρο, την οποία κατέχει έκτοτε, κατά το ήμισυ, δια των όπλων.
Και ποια ήταν η αντίδραση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών σε αυτή την ενέργεια των Τούρκων;
Τα αναρίθμητα ομόφωνα Ψηφίσματα της Γενικής του Συνέλευσης, με τα οποία καταδικάζεται η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας και ζητείται η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο!
Ανάλογή ήταν και η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους μέλους της.
Περιορίστηκε σε λεκτικές μόνον αποδοκιμασίες, δηλ. σε «άσφαιρες βολές»!
Είναι σε όλους γνωστό τί τα έκανε τα σχετικά Ψηφίσματα του ΟΗΕ και τα Ανακοινωθέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Τουρκία.
Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται και σήμερα, με τις αυθαιρεσίες της Τουρκίας στην Μεσόγειο.
Εξαγγέλλονται κυρώσεις σε βάρος της, με τις όποιες της γνωστοποιείται ότι θα πάθει εκείνο που γνωρίζουν ως βεβαιότητα τόσο η ίδια η Τουρκία όσο και οι εξαγγέλλοντες: ότι δηλ. δεν θα την βάλουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση!
Ο «Πλανητάρχης» μάλιστα από την άλλη μεριά παρά λίγο να «βάλει τα κλάματα», επειδή ή Τουρκία «αναγκάσθηκε», όπως είπε, (από ποιόν άραγε;) να αγοράσει τους πυραύλους S400 από την Ρωσσία και έτσι θα στερηθεί τα F35 που της είχαν υποσχεθεί οι ΗΠΑ!
Αστειότητες που προκαλούν θυμηδία.
Κοινός νους χρειάζεται για να αντιληφθεί κάποιος το αυτονόητο:
η Τουρκία δεν φοβάται τίποτε άλλο παρά μόνο μήπως την «πατήσει» κανείς σε έναν από τους δύο μεγάλους «κάλους» που έχει και την «πονάνε» πολύ: το κουρδικό και την στρατιωτική κατοχή της Κύπρου.
Ειδικά για την τελευταία, η Ευρωπαϊκή Ένωση εάν ήθελε να εξαγγείλει κάποια ουσιαστική κύρωση σε βάρος της Τουρκίας (και θα είχε με βάση τα διεθνώς ισχύοντα δικαίωμα να το πράξει), θα έπρεπε να της θέσει τελεσίγραφο αποχώρησης των στρατευμάτων της από την Μεγαλόνησο, απειλώντας την ότι μετά την εκπνοή του θα γίνει στρατιωτική επέμβαση των Ενωσιακών Δυνάμεων, οι οποίες θα την αποβάλουν βιαίως από την Κύπρο.
Με τον τρόπο αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο θα αποκαθιστούσε το διεθνές κύρος της, που έχει τρωθεί βαρύτατα από την απαράδεκτη διαιώνιση της παράνομης κατοχής ενός κράτους μέλους της, αλλά θα συνέβαλε και στην εξάλειψη μιας μεγάλης εστίας έντασης στην περιοχή.
Ο «Τσάρος», όψιμος σύμμαχος της Τουρκίας, δεν θα μπορέσει, δυστυχώς, να την βοηθήσει έδώ, διότι έχει και αυτός τον δικό του «κάλο»: την εισβολή και παράνομη κατοχή της Κριμαίας!
Το «αντίβαρο» στην «ισορροπία του φόβου» που ιστορικά πάντα λαμβάνουν υπ’ όψη τους οι «μεγάλοι» πριν προβούν σε οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια εναντίον του αντιπάλου «δέους».
Με ανάλογο τρόπο θα μπορούσε να είχε λυθεί οριστικά και το μεγάλο πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης, που την χειρίζεται από την απέναντι «όχθη» ο «Σουλτάνος», όπως ακριβώς ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιόνγκ Ουν το «κουμπί» της ατομικής βόμβας:.
Αντί να υπόσχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση δισεκατομμύρια στην Τουρκία για να φροντίσει (αυτή που μεθοδευμένα τους προωθεί, φευ, προς τα ’δώ!) να μην έρχονται λαθρομετανάστες στην Ευρώπη, θα μπορούσε να έκανε κάτι απλούστερο: να χρησιμοποιεί πέντε-έξι φορές τον χρόνο ή και συχνότερα συμμαχικά μεταγωγικά πλοία, ώστε να επαναπροωθούνται εκ του ασφαλούς στην Τουρκία, από την οποία ήλθαν, όλοι οι λαθρομετανάστες που δεν δικαιούνται ασύλου.
«Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» μάς λέει ο ποιητής. Έτσι είναι ασφαλώς.
Χρειάζεται όμως, θα συμπληρώσουμε εμείς, πρωτίστως μυαλό η διαχείρισή της!
Ύστερα από όλες αυτές τις σκέψεις μπορούμε, νομίζω, τώρα να συνειδητοποιήσουμε όλοι τι σημαίνει να μεταλλάσσεις στα «εργαστήρια» των στρατηγικών σου «πειραματισμών» έναν επικίνδυνο «νάνο» σε «γίγαντα»;
Και επίσης, με ποιόν στρατηγικά και λογικά πρόσφορο τρόπο μπορείς να διορθώσεις το λάθος σου.
Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για αυτό είναι να ξεκαθαρίσεις προηγουμένως μέσα σου την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια «βόμβα» κρότου λάμψης και στην αληθινή «βόμβα», η οποία «σκοτώνει» πραγματικά τον «Φρανκενστάιν» που δημιούργησες.
Αλέξανδρος Π. Κωστάρας
Ομότιμος Καθηγητής Νομικής
Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης