Μορφές του Έβρου, όπου χάθηκαν – Ποιο ήταν το μυστικό του Τσιρλουχαλβά (δηλ. του ρευστού Χαλβά) που άφριζε
Ποιος από μας δεν γνώριζε το συμπαθέστατο και καλόκαρδο Τετέλ. Τον Χαλβατζή που επί δεκαετίες (1935-1978), μας γλύκαινε;
Με την διακριτικήν ήρεμη φωνή μπαίνοντας σε κάθε χωριό με την νταλίκα του και το άλογό του, και πάνω μια μεγάλη ξύλινη κάσα με εσωτερική επένδυση κόλλας χαρτιού βουτύρου και με την σανιδένια κουτάλα του που την βουτούσε μέσα στο χαλβά, και μας έδωνε σε επίσης κομμάτι χαρτιού επάνω, τον χαλβά που αγοράζαμε.
Πριν μπει και στην άκρη κάθε χωριού, ακούγαμε την ελκυστικήν του φωνή, Χαλβά α α α ας.
Τι χαρά, νιώθαμε να απολαύσουμε έστω και λίγο τον ποθητό και μοναδικό χαλβά, του μοναδικού στο είδος του, του μάστορ Τετελ από το Σουφλί. (Του Γιώργου Μπάμπαρου).
Πόσες φορές δεν το θυμούμαστε αυτοί που απομείναμε στο Φυλακτό και αναφερόμαστε στα πολύ φτωχά χρόνια, που ο οργανισμός μας είχε ανάγκη από ζάχαρη, της εποχής της Γερμανοκρατούμενης Ελλάδας.
Θυμούμαστε ιστορίες από την παιδικήν μας ηλικία μεγάλοι σήμερα, έως και 75 ετών, και αναπολούμε την εποχή εκείνη.
Εμείς νομίζαμε ότι ο αείμνηστος Τετέλ δεν έβλεπε, διότι, κοίταζε πάντα επάνω, γεννημένος από την φύση του, τότε; εμείς βουτούσαμε τα δακτυλάκια μας μέσα στην κάσα με τον νοστιμότατο αφράτο – λευκό Χαλβά όταν καμιά φορά έκανε πως δεν μας έβλεπε, άλλοτες όμως μας κτυπούσε στον κώλο μας, μόλις αντιλαμβανόταν την πράξη μας.
Ήταν ο Χαλβάς που δεν χρειαζότανε ψύξη, φύλαγε πάντα αφράτος – χάρι στις ρίζες που χρησιμοποιούσε ο τεχνίτης, ενός χόρτου του «Τσιβέν».
Το έπαιρνε από την ορεινή περιοχή Φυλακτού (Ζεστά νερά) και έβραζε τις ρίζες του που αφήναν μια παχιά ουσία.
Την έβραζε με θρεψίνη και άγνωστα άλλα υλικά. “Όταν του μακαρίτη του έκανα την ερώτηση τι είναι αυτό που διατηρούσε την φρεσκάδα του αφρού, απαντούσε ότι είναι πολυετές χόρτο. Κάτι που μοιάζει με φύλλα σγουρής Τουλίπας, και βγάζει επάνω βολβούς.
Σήμερα το χρησιμοποιεί η ζαχαροπλαστική. στα αφρώδη γλυκίσματα με σοκολάτα επάνω”, μας αφηγείται, ο Κυριάκος Τεπελής ετών 70, από το Φυλακτό.
Το καλοκαίρι του 1941, μια παρέα παιδιά, είχαμε ζηλέψει τον τσιρλουχαλβά του χαλβατζή. Και τι κάνουμε τότε. Τα χοντρά παλούκια που είχαμε στα χέρια μας του τα προτείναμε κυκλικά, εμπρός στα μάτια του και στο στήθος του.
Μην μπορώντας να κάνει τίποτε, τότε ακινητοποιήθηκε.
Εμείς με ένα δοχείο μιας οκάς που μετρούσαμε το γάλα, αρχίσαμε να παίρνουμε μέσα από την κάσα τον τσιρλουχαλβά και να ρίχνουμε επίσης σε δοχείο, την λεγάμενη Καρδάρα.
Τον αφρισμένο χαλβά, τον πήγαμε στις μάντρες και τον απολαύσαμε με την υγείαν μας.
Όταν ο χαλβατζής αργούσε να επιστρέφει στο Σουφλί, ξεβράδιαζε κοντά στα πρώτα σπίτια με το άλογό του.
Για να μην το φάνε οι λύκοι και τα τσακάλια, που «φθονούσαν τότες. Γιατί στα πεντακόσια μέτρα υπήρχε ένα αδιαπέραστο παρθένο δάσος όπου εκεί βρίσκανε την κρυψώνα τους όλα τα άγρια ζώα.
Σε κάποιο άλλη περίπτωση, ο μακαρίτης Κώστας Θ. Μπογαδάκης με επίσης μια παρέα του σηκώνει το μανίκι του και βάζει το χέρι του μέσα στον τσιρλοχαλβά, το γεμίζει και φεύγει, τροχάδην.
Μαζί ακολουθεί και η τσακαλοπαρέα του και όλοι μαζί γλύφανε το χέρι του που ήταν γεμάτο με τον αρωματισμένο άσπρο χαλβά.
Γι’ αυτό προτείνω στους φίλους Σουφλιώτες να καθιερώσουν μια ημέρα στην μνήμην του αείμνηστου Τετέλ-Χαλβατζή και να τον τιμήσουν για την παράδοση που είχε στον αποκλειστικά και πετυχημένο νόστιμο χαλβά.
Πιστεύω να ‘χει μεγάλη απήχηση, σ’ όλους τους επαρχιώτες του Σουφλίου.
Βασίλης Μ. Μιχαηλίδης