Του ΣΧΟΛ-ιαστή
(3ον μέρος)
Για να πάμε κάτω πολύ Νότια, πρέπει πρώτα να περάσουμε από ένα χώρο που λέγεται Θρακικό.

Το μέρος αυτό, όπως με διαμήνυσαν οι ρουφιάνοι μου έχει πλούσια τα ελέη του Κυρίου, θαλάσσιο εμπορικό πλούτο, πολλές χρυσαφένιες πραμάτειες. Εκεί, λοιπόν, θα μπουκάρουμε πρώτοι εμείς γιατί ύπουλοι ληστές είμαστε και όχι Παρθένες.
Το καταλάβατε ρε όρνια!
– Εύγε, να ετοιμαζόμαστε αμέσως.
– Σκασμός, και πάω παρακάτω. Εκτός δηλαδή που θα αλανιάσουμε αμαχητί την Θρακική περιοχή αυτή, χωρίς να σκοτιστούμε, θα έχουμε τα φουσάρα μας ακμαία, ξεκούραστα και γυμνασμένα για μπούκες πιο πέρα.
Χώρια που θα κόψουμε τα γόνατα άλλων σαν εμάς ληστών γιατί δεν θα αφήσουμε φράγκο για φράγκο στη περιοχή., Μέχρι και τα κατώφλια τα Θρακικά θα φάμε. Γκέκε!
– Μπράβο!
– Σας αρέσει; Βουρ λοιπόν!
Αυτή ήταν η ληστρική αφετηρία που ρήμαξε τον τόπο που η κοκομοίρα και βασανισμένη περιοχή μας πολλές φορές αντιμετώπισε επιδρομές και από ομογάλακτους όπως Βυζαντινούς και Μακεδόνες.
Και μη μου ζαλίζεται τον κλήδωνα ότι γίνεται αλλιώς τα πράγματα. Έτσι;
Πάμε τώρα, να δούμε τον τόπο μ’ ένα μεγάλο άλμα στους Μεταχριστιανικούς χρόνους.
Την Θρακική επετηρίδα του 1897 και μετά.
Να τις μας λέει αυτή.
«Μέγα δάσος» ο Θρακικός τόπος, εξετείνετο μέχρι της άξενου ακτής όπου σήμερα η πόλις Δρυς=Βελανιδιά=Καραγάτς και συνοπτικά αγάτς. Οι κάτοικοι ονόμαζαν το δάσος Δεδέ-Αγάτς και οι ξένοι ντεντέ αγατσλάρ.
Τα δέντρα υπήρχαν και μέχρι τον 19ο αιώνα.
Αργότερα κόπηκε η παλιά Δρυς=Καραγάτς που ήταν κοντά στο σημερινό φάρο.
Εκεί, λέει το οδοιπορικό, έστησε το κονάκι του και μόνασε ένας γέρος Τούρκος ιερωμένος, ονόματι Ντεντές ή Δεδές.
Κάποια στιγμή, σκυλογέρασε ο μεμέτης μοναχός και τον έπιασε η επιθυμία, η τελευταία βλέποντας ότι θα τα κακαρώσει σούμπιτο, κάτι να αφήσει στον τόπο που μόνασε και αγάπησε όλα του τα χρόνια.
Είχε κάνει και την μπακοτίλια του καλά, ήταν κι αφορισμένος από τους Ιμάμηδες του κορανίου, που τους έγραφε στα παλιά του τσαρούχια., Σχεδόν αλλαξοπίστησε.
Την περνούσε, λοιπόν μπέϊκα κάτω από την Δρυς χειμώνα, καλοκαίρια, τρώγοντας τραχανάδες και ταουκ-κιοκσού, αδιαφορώντας για το οθωμανικό και τον μπακλαβά.
Γέρος πια, φαφούτης και ρέμελο, έπιασε και έγραψε στον σουλτάνο της Ανδριανούπολης τον Σελτσούκ Αλτούν τα κάτωθι:
«Μεγάλε Παρισάχ! Εγώ ο θεράπων δικός σου και ταπεινός δούλος σου, επειδή καταλαβαίνω όπου να ‘ναι ότι πάω για κιπαρίσσι γιώτα-χι, γιατί Βεζύρης είσαι ή κολοφωτιά όταν έρθει η ώρα σου τα ραδίκια σε περιμένουν να πας ανάσκελα, γι’ αυτό σχώραμε και να σε στείλω τίποτε Θρακιώτικα από δω παραδάκια, θαλασσινά πεσκέσια μούρλια που ο τόπος τ’ έχει άφθονα και να τα ξαναφτιάξουμε να με δεχθείς στα πατρώα πιθλάφια, μια και δεν την βγάζω καθαρή όπου να ‘ναι.
Στην γειτονιά μου το Μουγιούκτερε θέλω να με θάψετε χωρίς δόξες και τιμές που να τις δώσετε αργότερα στον πρωθυπουργό και πρόεδρό σας Ταγίπ Ερντογάν.
Α, που ‘σαι, μεφαλιότατε και πολυχρονεμένε Αλτούν. Συγχώμη που σε πρήζω τον έρωτα μ’ όσα γράφω αλλά με δικό σου φετφά και που συμφέρει κιόλας λέω να αφήσω σ’ αυτόν τον τόπο που μόνασα, το όνομά μου, όχι τίποτε άλλο δηλαδή έτσι γα να μη ξεχνάμε και την κυριαρχική τουρκική τέχνη στα τοπωνύμια.
Ταύτα και μένω.
Ντεντές ή Δεδές (ελληνιστί και σαπριστί)
δικός σου για πάντα, διάπυρος ευχέτης».
Υπογραφή. Τύπος σφραγίδας,
Ε.Γ. «Χαιρετισμούς στη συμβία σου κομσού Φατμέ,
Νέου ολντού μπε; (τι κάνει, είναι καλά;)
Ιί μπε ταμάμ (να ‘ναι πάντα καλά).
Και ο τουρκοπασάς που είδε τις χρυσές μπακοτίνιες τις Θρακιώτικες και τα θαλασσινά ορντρέβ που το ‘στειλε ο γέρος μοναχός κατάλαβε ότι πίσω από συγνώμες εκείνος τι δουλειά έκανε σαν εξουσία. Συγγνώμες πωλούσε;
Που αν δεν την έδεινε θα το λουκετάριζε το μαγαζί.
Και η πόλη, ονομάσθηκε από τότε ΔΕΔΕ-ΑΓΑΤΣ που είναι μετάφραση της Ελληνικής ονομασίας, αφού πριν του γερότουρκου η πόλη είχε το όνομα «Παλιά Δρυς» ή το «Παλιό Δέντρο».
Αυτή άλλωστε είναι και η κατά λέξη μετάφραση του τουρκικού τοπωνυμίου Δεδέ-Αγάτς.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής