
Μια μέρα ενώ καθόμουνα, στης πόλης την πλατεία
και χάζευα όσους πήγαιναν, ζερβά, δεξιά κι ευθεία
όπου αυτοί κι αν πήγαιναν, από δίπλα μου περνούσαν
δίχως αιτία κι αφορμή, όλοι τους με βαρούσαν.
***
Εγώ καθόμουν ήσυχα, τι είν’ αυτή ιστορία;
όλοι εμένα να βαρούν, μ’ έτρωγε απορία.
Ψηλοί, κοντοί, αδύνατοι,επάνω μου ξεσπούσαν
κι αφού πρώτα με βρίζανε, έπειτα με βαρούσαν.
***
Γιατί βαράτε άνθρωποι; Τι κακό έχω πράξει;
αφού μερμήγκι στη ζωή, δεν έχω εγώ πειράξει;
***
Πολλά είναι τα λάθη σου, μα και τα σφάλματά σου
για πες μας για να ακούσουμε, ποιο είναι το όνομά σου.
***
Λαό ο παπάς με βάφτισε, Λαό και με φωνάζουν
όλοι τους με χαϊδεύουνε και όλοι τους με κράζουν.
ΕΊΜΑΙ ΛΈΝΕ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΚΙ ΕΓΏ ΤΟ ΚΑΜΑΡΏΝΩ
ΜΑ ΠΆΝΤΑ ΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΌ, ΜΌΝΟ ΕΓΏ ΠΛΗΡΏΝΩ
***
Μου φαίνεται χρειάζεται, το βούρδουλα ν’ αρπάξω
κι αυτούς που με χαϊδεύουν στο ξύλο να ταράξω.
Άντε ντε τι κάθεσαι; κάντο!
Μινόπουλος Μίνως