
Τα χρόνια που δεν έζησε
όταν ο πόνος χτυπούσε το κατώφλι της
και η μοναξιά πλήγωνε την ύπαρξή της.
Όταν δεν έβρισκε τη δύναμη να εκφραστεί
και κατάπινε ό,τι ζούσε και περνούσε.
Τότε που καμία διάθεση δεν υπήρχε
για παρέα, για συντροφιά, για κουβέντα
και όλα γινόντουσαν χωρίς σκοπό.
Όταν η απογοήτευση μαρμάρωσε το εγώ της
και δεν ένιωθε τίποτα πια δικό της.
Χρόνια που έφεραν αδιαφορία.
Χρόνια που σταμάτησαν το νου να κυλάει
και μόνο τη ζωή να πετροβολάει.
Όλα να φταίνε.
Όλα να ματώνουν.
Όλα να σβήνουν και να τελειώνουν.
Χωρίς σημάδια νέας αρχής.
Χωρίς σημάδια κάποιας πνοής.
Χωρίς να ξέρει η ζωή τι θα της φέρει.
Τι θα της ξημερώσει.
Τι θα ανατείλει.
Κράτησε γερά τα κουπιά και δε ναυάγησε.
Έκανε υπομονή. Περίμενε.
Μια καινούρια αυγή
της έφερε τον ήλιο που στερήθηκε.
Πίστεψε στο γνωστό ρητό:
Όσο ζω ελπίζω.
Τάνια Στεφάνου-Τσαβδάρη
Αλεξανδρούπολη