
Στα νανουρίσματα των παραμυθιών
ξενύχτησα,
υφαίνοντας την παραζάλη
στους ασφόδελους,
στο σαστισμένο μούχρωμα…
Δροσίζοντας το θάμπος με άνοιξη
και βαλσαμωμένους αγγέλους,
του ανέμου το ρίγος
στην αυταπάτη
των ρόδων ψηλάφησα…
Στο μακρινό κυνήγι της αυγής,
το ευτυχισμένο λάβωμα
του αγριάγκαθου,
μες στην ομίχλη
του χρόνου ξαπόστασα…
Με βοτάνια και βάλσαμα,
τα κουρασμένα αναφιλητά
ξελόγιασα,
με ονείρατα
και σημάδια του κάποτε…
Φυλάγοντας των λωτών τα χνάρια
στα μάτια των Σειρήνων
και στο τραγούδι
του Σοφοκλή,
τον Έρωτα προσπέρασα…
Τη λιγωμένη παλίρροια του νου,
με ξόρκια στα ξόβεργα
απόδιωξα,
με νεύματα γλάρων,
με αμπώτιδα και σιωπή…
Αριστοτέλης Παπανικολάου
«Αλαργηνός»