
Αν μπορούσες, είπες, να δεις τον ήλιο
που φώτιζε τα μάτια μου.
Αν μπορούσες να ακούσεις τον σκοπό
που τραγουδούσε η καρδιά μου.
Αν μπορούσες να αγγίξεις
τα όνειρα της ψυχής μου.
Τότε θα φώτιζε και η δική σου ματιά.
Τότε θα τραγουδούσε και η δική σου καρδιά.
Τότε θα γίνονταν ένα οι ματιές,
οι καρδιές, οι ψυχές μας, εμείς.
Αλλά δεν το έκανες, δεν προσπάθησες,
δεν το θέλησες,να νιώσεις,να δώσεις να πάρεις.
Έκοψες κάθετί που μας ένωνε.
Έθαψες κάθετί που δίνει ζωή
και το μόνο που έδωσες ήταν πόνος.
Πόνος που ράγισε, πόνος που μάτωσε,
πόνος που διέλυσε τα αισθήματα
και νέκρωσε της ζωής τα ποιήματα.
Γιατί, γιατί, γιατί…
Αν μπορούσες, είπες, και είχες δίκιο.
Τάνια Στεφάνου – Τσαβδάρη
Αλεξανδρούπολη