
Μισούσε το φεγγάρι απροκάλυπτα – τάχα
γιατί αλώνιζε της νύχτας τα σκοτάδια
Δεν άνοιγε ποτέ την πόρτα του σπιτιού του
μη και χιμήξει μέσα μ’ όλη του τη χλομάδα
και διαλύσει μονομιάς τη μοναξιά του
που μόλις τώρα κέρδισε απλόχερα ξανά
απ’ τα ζεστά του Αύγουστου μελτέμια
απαλλαγμένος απ’ της νιότης την ορμή
Θα φορέσω – είπε – το τρύπιο παλτό
και το ξέθωρο απ’ το χρόνο καπέλο
για να διώξω της γαλήνης τα φαντάσματα
από της Κυριακής τον σκυθρωπό ουρανό
Ύστερα έβαλε την τετριμμένη τήβεννο
κι ανέβηκε με θάρρος στην τριζάτη εξέδρα
για ένα μόνο χειροκρότημα αναγνώρισης
για τη θαυμάσια υποκριτική του τέχνη
Δημήτρης Κ. Κοσμίδης
Herrenberg