
Πάνω στη νιότη του ήρθε στα ξένα
με μαύρα τα σγουρά του τα μαλλιά
η ξενιτιά τον αγκάλιασε παθιασμένα
με τα στιβαρά της χέρια σφιχτά
Το αίμα του κόχλαζε στις φλέβες
διψούσε για δουλειά και ζωή
η αχόρταγη χώρα του πλούτου
μεγάλη του έκανε υποδοχή
Στο ταγάρι ψωμί ελιά και τυρί
στην καρδιά τον αγιάτρευτο πόνο
μπαίνει τη νύχτα στο δρόμο
και στο σπίτι γυρίζει την αυγή
Χτυπάει την κάρτα στο ρολόι
σε κίνηση βάζει την κρύα μηχανή
Πιο γρήγορα του λέει ο μαέστρος
η δουλειά πρέπει σήμερα να βγει
Καλός στη δουλειά του και σβέλτος
πάντα δίπλα στη μαύρη μηχανή
ο ιδρώτας του τρέχει σαν ρυάκι
και χοντρό κυλάει το δάκρυ μαζί
Δημήτρης Κ. Κοσμίδης
Stuttgart