Ας ακολουθήσουμε επί τέλους το μοντέλο των Βρετανικών Υπηρεσιών Πληροφοριών

Το αφανές θύμα του θορύβου που έχει εγερθεί σχετικά με τις υποθέσεις υποκλοπών και παρακολουθήσεων, είναι η ίδια η ΕΥΠ. Η υπηρεσία έχει υποστεί αλλεπάλληλα πλήγματα που έχουν καταρρακώσει το κύρος της, ενώ οι συνεχείς αναφορές στο έργο της με αμφιβόλου αξιοπιστίας δημοσιεύματα δημιουργούν πρακτικά προβλήματα στην εκπλήρωση της αποστολής της.
Της πραγματικής εθνικής αποστολής της, η οποία κατ’ επανάληψιν έχει πληγεί από τις εξωθεσμικές απαιτήσεις, πολιτικών και άλλων παραγόντων. Να θυμίσουμε ότι πολύ πρόσφατα ακούγαμε σε αθλητικές τηλεοπτικές εκπομπές για «αποκαλύψεις» που βασίζοντο σε στοιχεία του λεγομένου «υπερκοριού» της ΕΥΠ.
Αλίμονο εάν τεχνικά μέσα της ΕΥΠ σπαταλώνται για την (ενδεχομένως υπαρκτή) διαφθορά στο ποδόσφαιρο, χωρίς μάλιστα να ενοχλείται ή να ανησυχεί κανείς.
Δυστυχώς, διαπιστώνουμε ότι η Κυβέρνηση επιλέγει για την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών λύσεις που εντάσσονται στην κατηγορία των λεγάμενων «αποφάσεων πλακάτ». Αποφάσεων δηλαδή που λαμβάνονται επί τη βάσει της απηχήσεώς τους στο (αδαές ως επί το πλείστον) κοινό και όχι διότι θα οδηγήσουν σε πραγματικές βελτιώσεις.
Θα γίνουμε εν προκειμένω κυνικοί και θα επισημάνουμε ότι μια υπηρεσία όπως η ΕΥΠ οφείλει να κινείται με μυστικότητα και ενίοτε να αναλαμβάνει επιχειρήσεις που ευρίσκονται στα όρια της νομιμότητος.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα έχει επικρατήσει η αντίληψη, ότι τέτοιες αμφιβόλου νομιμότητας επιχειρήσεις μπορεί να διεξάγονται στο εσωτερικό της χώρας και για ξένες προς την αποστολή της ΕΥΠ υποθέσεις.
Και δεν είναι λύση η θεσμοθέτηση (με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου) της υποχρεώσεως να εγκρίνει και δεύτερος εισαγγελεας τις παρακολουθήσεις. Σε μια ευνομουμένη χώρα θα έπρεπε να είναι περιττή η παρουσία εισαγγελέα και να αρκεί η διαβεβαίωση του διοικητή της ΕΥΠ.
Δυστυχώς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την Ελλάδα ευνομουμένη χώρα. Οπότε τίθενται ασφαλιστικές δικλίδες, όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβάνονται κάποιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, οι οποίες μπορεί και να λειτουργούν εις βάρος της αποστολής της υπηρεσίας.
Στις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών, που χαίρουν εκτιμήσεως ως οι κορυφαίες στον κόσμο, δεν υπάρχει εισαγγελέας να τις εποπτεύει, ο δε εκάστοτε γενικός διευθυντής επιλέγεται από την ιεραρχία των υπηρεσιών.
Δεν αλλάζει όποτε αλλάζει η κυβέρνηση, ούτε είναι κάποιος ευκαιριακός νυχτοφύλακας ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να αποφασίσει το κυβερνών κόμμα.
Αυτό είναι ένα στοιχείο που θα μπορούσε να αντιγράψει η Ελλάς από το βρετανικό μοντέλο των υπηρεσιών πληροφοριών, χωρίς την ανάγκη να «δανεισθεί» συμβούλους από την Αλβιώνα για την αναδιοργάνωση της ΕΥΠ.
Θέλει όμως, καθώς φαίνεται η Κυβέρνηση να «δανεισθεί» το κύρος των βρετανικών υπηρεσιών, καλώντας στελέχη τους που έχουν αποσυρθεί της ενεργού δράσεως ως συμβούλων. Είναι «απόφαση πλακάτ», όπως πιο πάνω αναφέραμε.
Η προχειρότητα της αποφάσεως εμφαίνεται από ένα γεγονός. Οι πληροφορίες που έχουν διοχετευθεί από κυβερνητικούς αξιωματούχους συγκλίνουν ότι προσεκλήθη «διαπρεπές στέλεχος» της υπηρεσίας ασφαλείας MI5 Βρετανίας. Όμως h ΜΙ5 είναι υπηρεσία αντικατασκοπίας και αντιπληροφοριών υπαγομένη στο Υπουργείο Εσωτερικών.
Εκπροσωπεί δηλαδή το ήμισυ της αποστολής της ΕΥΠ. Οπότε το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η Κυβέρνηση σχεδιάζει να αναδιοργανώσει την ΕΥΠ μόνον κατά το ήμισυ;
Η βρετανική υπηρεσία συλλογής πληροφοριών, η περίφημη Ιντέλλιτζενς Σέρβις είναι η ΜΙ6 (SIS-Secret Intelligence Service όπως ονομάζει τον εαυτό της).
Αυτή προβαίνει στην συλλογή πληροφοριών. Εξ όσων όμως γνωρίζουμε η υπηρεσία αυτή, μπορεί να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις αντίστοιχες συμμαχικών χωρών, δεν μοιράζεται όμως τα μυστικά της. Μάλλον λοιπόν θα απέφευγε να δεσμευθεί ότι θα αποστείλει συμβούλους να βοηθήσουν στην αναδιοργάνωση της ΕΥΠ.
Θα σημειώσουμε επίσης ότι το λεγόμενο βρετανικό μοντέλο προβλέπει σαφή διάκριση των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας.
Το ίδιο όμως προβλέπει και το αμερικανικό μοντέλο που διαχωρίζει σαφώς την υπηρεσία πληροφοριών (CIA) από το έργο της ασφαλείας και της αντικατασκοπίας που ανατίθεται στο FBI.
Κάπως έτσι ήταν και το ελληνικό μοντέλο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) ήταν υπηρεσία συλλογής πληροφοριών εχθρού, ενώ η ασφάλεια και η αντικατασκοπία ανήκουν στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (ΥΠΕΑ).
Το μοντέλο λοιπόν το γνωρίζουμε. Μπορεί: να ανατρέξουμε σε παλαιά οργανογράμματα αν θέλουμε, χωρίς την ανάγκη να καταβάλλουμε παχυλές αμοιβές σε ξένους συμβούλους.
Εν κατακλείδι, με όλα αυτά που συμβαίνουν πολύ φοβούμεθα ότι η χώρα κινδυνεύει να μείνει χωρίς υπηρεσία πληροφοριών. Ο θόρυβος και η επιδεικνυόμενη από την πολιτική ηγεσία προχειρότης, έχουν σίγουρα κλονίσει την υπόσταση της ΕΥΠ και την εμπιστοσύνη των συμμαχικών υπηρεσιών προς αυτήν.
Σε λίγο θα μείνουμε να διαβάζουμε τις αναφορές του ΝΑΤΟ και να ανταλλάσσουμε πληροφορίες μόνον με τους Βαλκανίους.
Και ακόμη ουδείς επιδεικνύει σοβαρότητα. Με θύμα ακόμη την ΕΥΠ.
Ευθ. Π. Πέτρου