
Στην ψυχρή του σκοταδιού ανάσα
τεντώνετ’ ασταμάτητα ο δόλιος χρόνος
με τα παράθυρα στο σύμπαν ανοιχτά
ξεχειμωνιάζει άγρυπνος στην πολυθρόνα
ασάλευτος σαν άγαλμα μαρμάρινο
Τα μεσημέρια που κρυφτήκανε
στου χρόνου τις υγρές μασχάλες
θα τάβρει της γης ο άγριος χειμώνας
της μεθυσμένης γαλήνης η βροχή
Κάτω απ’ του θέρους τ’ αδιάβροχο
θα διψάσουν οι σκορπιοί το μεσημέρι
πάνω στην άμμο την ηλιοψημένη
κι εσύ ανέμελος τον ουρανό κοιτάς
Γαλήνεψε κι άσε με πια να φύγω
κι έχω πολλά μακρύ δρόμο να κάνω
μόνος μέσα στη μαύρη μοναξιά μου
πάνω σε στράτες κατασκονισμένες
Άφτερος τρέχει ο Πήγασός μου
σ’ άχαρες καλαμιές καψαλισμένες
κάτω από αλαργινά ουράνια τόξα
ξέθωρα δίχως κάποια χαρά και δόξα
Δημήτρης Κ. Κοσμίδης
Herrenberg