
‘Ητανε μέρα του Σταυρού
το μαύρο εικοσιδύο
τη Θράκη μας που αφήσαμε
διωγμένοι απ’ το θηρίο.
Ποιο να ‘τανε το κρίμα μας;
Ποια η κατακραυγή μας;
Ποιας μοίρας ήταν εντολή,
να φύγουμ’ απ’ τη γη μας;
Εκεί αφήσαμε καρδιά
νιες μα και παλικάρια,
γέροι, γυναίκες και παιδιά.
Μείναμ’ άδεια κουφάρια!
Ω! τι αλγεινό θέαμα
γινήκαμε στο δρόμο !
Σακατεμένοι, γέροντες,
παιδάκια όλο τρόμο.
Ανήμπορη περπάταγε
μια μάνα μες στη στράτα.
Ακούει το σπλάχνο π’ αγαπά.
-Μάνα, της λέει, σταμάτα!
-Πού πάμε; πού αφήνουμε
τ’ όμορφο σπιτικό μας;
-Γιατί εγκαταλείπουμε
το βιος μας, το χωριό μας;
Μικρό κι άπραγο το παιδί.
άδολα συλλογιέται.
Βουβά της μάνας του η καρδιά
κλαίει και δεν κρατιέται.
Τι δυστυχία! τι καημός!
τι βάσανο μεγάλο
είν’ απ’ τη γη σου ο χωρισμός
για κάποιον τόπο άλλο!
Σέρνουν τα πόδια. Παν’ μπροστά.
Μα το κεφάλι πίσω.
Γυρίζει. Ακόμα μια ματιά.
Σκέπτεται. Θα γυρίσω;
Θεέ μου, κάνει μιαν ευχή.
“Τη γη μας που πατάνε*
κάνε με χρόνια με καιρούς
δικιά μας πάλι να ‘ναι!”
*πατάνε =κυριεύουνε
Αθ. Παπατριανταφύλλου
Απόγονος προσφύγων από την Πασιθέα Μαλγάρων,
της Ανατολικής Θράκης