Είχε ανέβη ο Ηρακλής στο ιερό βουνό,
στην κατοικία των Θεών, ψηλά στον ουρανό.
Κι έκατσε σαν ισόθεος πλάι στο μέγα Δία,
απολαμβάνοντας κι αυτός τα θεία μεγαλεία.
Μια μέρα σε μια σύναξη, που ο Δίας εκαλούσε,
το πάνθεον, όλους τους Θεούς και τους εχαιρετούσε…
Ο Ηρακλής χαιρέταγε, κι αυτός έναν προς ένα,
κι έδειχνε μέγα σεβασμό, κι ευγένεια στον καθένα.
Αλλά, σαν ήρθε η σειρά του πλουμιστού, του Πλούτου,
την κεφαλήν κατέβασε, και μάλιστα επί τούτου.
Τον στραβοκοίταξε λοξά κι έσκυψε το κεφάλι,
έκανε κάποιο μορφασμό, σα να του ήρθε ζάλη.
Ο Δίας είδε τη σκηνή, τον Ηρακλή ρωτάει,
γιατί τάχα, τον πλουμιστό Θεό, δεν χαιρετάει;
Κι ο Ηρακλής απάντησε, χωρίς περιστροφές.
-Γιατί, πάντα απέφευγα κακές συναναστροφές.
Κι ο Πλούτος πάντα έκανε, όταν στη γη μας ζούσε
παρέα μόνο με κακούς, κι αυτούς μόνο αγαπούσε.
Και τους καλούς και τίμιους απέφευγε συχνά.
Γι αυτό κι εγώ δεν το μπορώ, να τον ιδώ ξανά.
Από την ποιητική συλλογή «Οι Μύθοι του Αισώπου»
του Αθ. Παπατριανταφύλλου