9.4 C
Alexandroupoli
Saturday, June 21, 2025

Η συνοικία Ταμπακιά στο Διδυμότειχο

Η οδός Βρανά και ποιος ήταν ο Θεόδωρος Βρανάς

Μια από τις πιο γνωστές περιοχές του Διδυμοτείχου είναι η λεγόμενη «Ταμπακιά», η οποία βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της πόλης, ανάμεσα στον Ερυθροπόταμο και το Βυζαντινό Κάστρο της. Η ονομασία Ταμπακιά προέκυψε από τα πολλά ταμπάκικα που υπήρχαν στην περιοχή, τα οποία ήταν εργαστήρια κατεργασίας δερμάτων (βυρσοδεψεία), η λέξη προέρχεται από την τουρκική γλώσσα (Tabakhane = Βυρσοδεψείο). Η τοποθεσία αυτή επιλέχθηκε λόγω της εγγύτητας στο ποτάμι, καθώς το νερό ήταν άκρως απαραίτητο για την όλη κατεργασία των δερμάτων. Τα ταμπάκικα (κατά πάσα πιθανότητα) έπαψαν να λειτουργούν στην περιοχή της Ταμπακιάς μετά την απελευθέρωση του 1920, όπου και μεταφέρθηκαν ανατολικότερα προς το ποτάμι, στις υπώρειες του λόφου της Αγίας Πέτρας.

Η κύρια οδός που διασχίζει την Ταμπακιά ονομάζεται Θεοδώρου Βρανά και βεβαίως είναι γνωστή σε πολλούς ως η οδός Βρανά. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε, ότι οι άλλοι μικρότεροι κάθετοι δρόμοι της περιοχής παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς καταλήγουν στη δυτική πλευρά του κάστρου, κάτω από τα τείχη, τους πύργους και τα πολλά υπόσκαφα σπήλαια, δημιουργώντας στον διαβάτη μία πανέμορφη εικόνα μιας άλλης εποχής, η οποία εκτείνεται από τον πύργο της Βασιλοπούλας και τα διώροφα υπόσκαφα σπήλαια μέχρι και τις Καλιόπορτες. Αξίζει να σημειωθεί, ότι προ ετών, οι κάτοικοι της Ταμπακιάς είχαν δημιουργήσει τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Ταμπακιάς «Οι Καλιόπορτες». Σκοπός του συλλόγου ήταν : «η πολιτιστική αναβάθμιση των κατοίκων της γειτονιάς με το τοπωνύμιο Ταμπακιά, ο εξωραϊσμός της γειτονιάς, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η ανάδειξη της ιστορίας και της λαογραφίας της Ταμπακιάς κλπ». Επίσης να αναφέρουμε ότι χαρακτηρίστηκα και διαχρονικά κτίρια στην περιοχή της Ταμπακιάς είναι το καφενείο του Χαρίτογλου και ο αλευρόμυλος (πρώην Τσεκούρα). 

Στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε, το ποιος ήταν ο Θεόδωρος Βρανάς, ο οποίος έζησε κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα έως τις δύο πρώτες δεκαετίες του 13ου.

- Advertisement -

Εισαγωγικά να αναφέρουμε, ότι οι Βρανάδες ήταν μια μεγάλη και αριστοκρατική οικογένεια γαιοκτημόνων της Ρωμανίας/Βυζαντίου, κατά την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων (11ος – 13ος αι.). Καταγόταν από την Αδριανούπολη και συμμετείχαν ενεργά στον δημόσιο βίο της αυτοκρατορίας, ως πολιτικοί και στρατιωτικοί. Με βάση την επιρροή που άσκησαν στα τεκταινόμενα της αυτοκρατορίας θεωρούνται εφάμιλλοι με άλλες μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες, όπως των Καντακουζηνών, των Μελισσηνών και των Σγουρών.

Πατέρας του Θεοδώρου Βρανά ήταν ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς και μητέρα του η Άννα Βατάτζη, ανεψιά του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (γεγονός που κατατάσσει τον Θεόδωρο απόγονο της μεγάλης αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών καθώς και των Βατάτζηδων). Ο Αλέξιος Βρανάς εκτός από το στρατιωτικό του αξίωμα είχε και τον τίτλο του Σεβαστού, τον οποίο εκείνη την εποχή λάμβαναν όσοι είχαν συγγένεια (εξ αίματος ή εξ αγχιστείας) με τον αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος ως στρατηγός του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού (1183-1185) πολέμησε : «εναντίον των Νορμανδών, των οποίων ένα τμήμα μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης έφθασε ως τη Μοσυνόπολη. Κατόπιν την ίδια χρονιά επί Ισαακίου Β’ Αγγέλου (1185-1195) ως στρατηγός κατάφερε να αναδιοργανώσει τα Βυζαντινά στρατεύματα, και με τις ενισχύσεις που του έστειλε ο αυτοκράτορας συγκρότησε ένα ισχυρό στρατό. Με αιφνιδιαστική επίθεση κατέλαβε τη Μοσυνόπολη και ανάγκασε τους Νορμανδούς να αποχωρήσουν. Μετά τη νίκη του αυτή έκανε την πρώτη του απόπειρα να ανεβεί στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης χωρίς όμως επιτυχία. Λίγο αργότερα το 1186 αντικατέστησε τον καίσαρα Ιωάννη Καντακουζηνό στον πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων επαναστατών Πέτρου και Ασάν. Λίγο αργότερα εκμεταλλευόμενος το αξίωμα του στρατηγού, που είχε, στον πόλεμο εναντίον του Πέτρου και Ασάν των Βουλγάρων επιχείρησε για δεύτερη φορά να καταλάβει την εξουσία, καθώς ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη (Απρίλιος 1187). Από κει προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη, την οποία και πολιόρκησε, αλλά τελικά το κίνημά του κατεστάλη από τον Κορράδο Μονφερατικό γαμβρό του Ισαακίου Β’ Αγγέλου, ενώ ο ίδιος σκοτώθηκε».

Ο κυριότερος ιστορικός της εποχής, ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει για το τέλος του Αλεξίου Βρανά ότι : «όταν τραυματίστηκε από τον Κορράδο, τρομοκρατήθηκε και παρεκάλεσε να του χαρίσουν τη ζωή. Ο Κορράδος απάντησε ότι δεν θα έπρεπε να φοβάται· τον διαβεβαίωσε ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα άσχημο παρά μόνο θα του κοβόταν το κεφάλι, όπως και έγινε».

Θα κλείσουμε τη συνοπτική αναφορά για τον πατέρα του Θεοδώρου Βρανά, Αλέξιο με ένα τραγικό γεγονός που βίωσε η μητέρα του, μετά τον αποκεφαλισμό του συζύγου της και μας το διασώζει ο Νικήτας Χωνιάτης μαζί με μία περιγραφή του χαρακτήρα της : «Έτσι τελείωσε εκείνος ο πόλεμος. Ο αυτοκράτορας (Ισαάκιος Β΄ Άγγελος) παρέθεσε συμπόσια, με τις πύλες του παλατιού που οδηγούσαν στην αυλή ανοικτές, όπως και όλα τα παράθυρα, για να μπορούν όλοι να τον δουν θριαμβευτή. Όταν έπεσε με τα μούτρα στο ψωμί και στα κρέατα, για να διασκεδάσουν, διέταξε να φέρουν το κεφάλι του (Αλεξίου) Βρανά. Το έφεραν και το πέταξαν στο πάτωμα· τα μάτια ήταν κλειστά και το κλοτσούσαν πέρα δώθε σαν μπάλα. Αργότερα το πήγαν στη γυναίκα του Βρανά, η οποία ήταν έγκλειστη στο παλάτι, και την ρώτησαν εάν ήξερε ποιου ήταν το κεφάλι αυτό. Αυτή έκλεισε τα μάτια της όταν αντίκρισε αυτό το οικτρό θέαμα και είπε : ¨Ξέρω και η καρδιά μου μάτωσε…!¨. Ήταν πολύ συνετή και την εκτιμούσαν ιδιαιτέρως για την ικανότητα της να συγκρατείται, ένα χαρακτηριστικό για το οποίο ο θείος από την πλευρά της μητέρας της, ο αυτοκράτορας Μανουήλ, την αποκαλούσε την πιο ευγενή από όλες τις γυναίκες και το άνθος της οικογενείας του».

Όσον αφορά τον Θεόδωρο Βρανά δεν γνωρίζουμε τα έτη γέννησης και θανάτου του, προφανώς γεννήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, και όπως προαναφέραμε ήταν γιός του Αλεξίου Βρανά και της Άννας Βατάτζη. Ερωμένη και μετέπειτα σύζυγος του Θεοδώρου ήταν η γαλλικής καταγωγής αυτοκράτειρα Άννα (η οποία πριν φθάσει στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν Αγνή και ήταν κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ΄). Η Άννα αρχικά παντρεύτηκε το νεαρό διάδοχο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, Αλέξιο Β΄, και μετά τη δολοφονία του παντρεύτηκε διά της βίας τον σφετεριστή του θρόνου Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό. Ο Θεόδωρος : «σύνηψε, μετά την εκθρόνισιν και τον θάνατον του Ανδρονίκου Κομνηνού το 1185, ερωτικάς σχέσεις μετά της χήρας αυτού βασιλίσσης Άννης, μεθ’ ης επί μακρόν έζησεν εν παλλακεία (δίχως δηλαδή να έλθουν εις γάμου κοινωνία) και είτα συνεζεύχθη αυτήν (μετά το 1204)».  

Παρότι ο Θεόδωρος ήταν γιος ενός σφετεριστή του θρόνου (του Αλεξίου Βρανά), στον οποίο ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος και οι υποστηρικτές του φέρθηκαν (όπως είδαμε) με τον ειδεχθέστερο τρόπο, το γεγονός αυτό δεν του στέρησε την αριστοκρατική και στρατιωτική του ανέλιξη. Προφανώς σημαντικό ρόλο σ’ αυτό διαδραμάτισε η μητέρα του, η οποία όπως προαναφέραμε ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού και θεωρούνταν, ως η πιο ευγενής απ’ όλες τις γυναίκες.

Στην ¨Χρονική Διήγηση¨ του Νικήτα Χωνιάτη αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Θεοδώρου Βρανά ως στρατιωτικού ηγέτη κατά το έτος 1189. Την εποχή εκείνη είχαν καταφτάσει στη Βυζαντινή επικράτεια οι Γερμανοί της Γ’ Σταυροφορίας υπό τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσα. Ο πρωτοστράτορας Μανουήλ Καμύτζης βρισκόμενος με τον στρατό του στην περιοχή της Φιλιππούπολης, την οποία είχαν καταλάβει οι Γερμανοί, είχε λάβει εντολές από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ Άγγελο να παρενοχλεί τον στρατό των Γερμανών σε κάθε ευκαιρία. Ο Καμύτζης αποφάσισε να στήσει ενέδρες σε λόφους γύρω από την Φιλιππούπολη και να επιτεθεί την αυγή σε όσους μετέφεραν εφόδια προς την πόλη. Το σχέδιο αυτό του Καμύτζη προδόθηκε και διέταξε τον στρατό του να οπισθοχωρήσει. Οι Γερμανοί με πέντε χιλιάδες σιδηρόφρακτους ιππότες προσπάθησαν να εντοπίσουν τον στρατό των Βυζαντινών : «Ενόσω λοιπόν κατέβαιναν τον λόφο, όπου είναι το κάστρο του Προυσηνού, και οι δικοί μας ανέβαιναν, ξαφνικά συνεπλάκησαν. Οι Αλανοί, με αρχηγό τον Θεόδωρο, τον γιό του Αλεξίου Βρανά, ήταν οι πρώτοι αλλά και οι μοναδικοί που πολέμησαν τους Γερμανούς, και όλοι τους σκοτώθηκαν σύντομα· οι Ρωμαίοι (Βυζαντινοί) έφυγαν ντροπιασμένοι, αφού δεν άντεξαν να κοιτάξουν κατάματα τον εχθρό».    

Έξι χρόνια αργότερα το 1195 ο Θεόδωρος Βρανάς ενεπλάκη στη συνομωσία που προετοίμασε ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος αδελφός του αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αγγέλου. Στον Ισαάκιο είχαν μεταφερθεί πληροφορίες που τον ενημέρωναν ότι ο αδελφός του σχεδιάζει την ανατροπή του, αυτός δεν έδωσε σημασία και ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων. Μετέβη στα Κύψελα, όπου στρατοπέδευσε και περίμενε στρατιωτικές ενισχύσεις. Κάποια στιγμή προσκάλεσε τον Αλέξιο να τον ακολουθήσει στο κυνήγι, αυτός αρνήθηκε να τον ακολουθήσει λέγοντάς του πως ήταν άρρωστος. Ο Χωνιάτης αναφέρει σχετικώς : «Όταν ο Αλέξιος παρατήρησε ότι ο αυτοκράτορας είχε προχωρήσει τρία στάδια μακριά από τη σκηνή του, αυτός και οι κοντινοί του φίλοι, οι οποίοι είχαν συνωμοτήσει μαζί του για να επιτύχουν τον σκοπό του, εισήλθαν στην αυτοκρατορική σκηνή. Αυτοί ήταν ο Θεόδωρος Βρανάς, ο Γεώργιος Παλαιολόγος, ο Ιωάννης Πετραλείφας, ο Κωνσταντίνος Ραούλ, ο Μανουήλ Καντακουζηνός και άλλοι διεστραμμένοι και μικρόνοες άνθρωποι, συγγενείς του αυτοκράτορος, ένα κοινό κοπάδι που σύχναζε στα τραπέζια του σεβαστοκράτορος (Αλεξίου) και που απολάμβαναν να δουν την ολοκληρωτική αλλαγή στην διακυβέρνηση. Μόλις ακούστηκε το νέο, όλος ο στρατός προσεχώρησε, και όσοι έβλεπαν με συμπάθεια τον Ισαάκιο, όπως οι υπηρέτες του, όπως και όσοι είχαν γίνει μέλη της συγκλήτου».

Βλέπουμε ότι ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρεται στους συνωμότες με πολύ απαξιωτικές εκφράσεις, γεγονός όμως είναι ότι ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και παρουσίασε μία κάκιστη διακυβέρνηση, η οποία έδωσε την ευκαιρία στους συνωμότες να τον εκθρονίσουν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ουδείς αντιστάθηκε στους συνωμότες. Ο Θεόδωρος Βρανάς επέλεξε να υποστηρίξει τον Αλέξιο Άγγελο προσδοκώντας στην αλλαγή της κυβερνητικής αστάθειας και αδυναμίας που αποσάθρωνε τα θεμέλια της αυτοκρατορίας, επίσης θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως με την επιλογή του να στηρίξει τον Αλέξιο Άγγελο, εκδικήθηκε τον Ισαάκιο για τον θάνατο του πατέρα του Αλεξίου Βρανά. Βέβαια όπως αποδείχθηκε αργότερα ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος δεν υπήρξε καλύτερος αυτοκράτορας από τον αδελφό του.

Το 1196 ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος ενεπλάκη σε πόλεμο με τους Τούρκους στην Μικρά Ασία, οι Τούρκοι πολιόρκησαν την πόλη Δάδιβρα (Θεοδωρούπολη) στην βόρεια Μικρά Ασία. Προς ενίσχυση της πόλης κατέφθασε : «ένα αυτοκρατορικό επικουρικό στράτευμα, διοικούμενο από τρεις νέους (τον Θεόδωρο Βρανά, τον Ανδρόνικο Κατακαλώνα και τον Θεόδωρο Καζάνη), έφθασε και στρατοπέδευσε στο όρος Βάβας. Όταν οι Τούρκοι το πληροφορήθηκαν, έστησαν μια ενέδρα. Λίγο πριν την αυγή, επιτέθηκαν κατά των Ρωμαίων και εκείνοι άρχισαν να υποχωρούν. Σκότωσαν κάποιους και άλλους συνέλαβαν ζωντανούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και δύο διοικητές». Δεν γνωρίζουμε αν ανάμεσα στους αιχμαλώτους διοικητές ήταν και ο Θεόδωρος Βρανάς, το πιο πιθανό είναι να ήταν ο ένας από τους τρεις που διασώθηκε, επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι για ακόμη μία φορά ο Νικήτας Χωνιάτης αναφερόμενος σε πρόσωπα με στρατιωτικά ή πολιτικά αξιώματα παραθέτει πρώτο το όνομα του Θεόδωρου Βρανά.                  

Τρία χρόνια αργότερα το 1199 συναντάμε το όνομα του Θεοδώρου Βρανά στη Χρονική Διήγηση του Νικήτα Χωνιάτη, ως διοικητή σε περιοχή της Ανατολικής Θράκης, όπου αναφέρονται οι πόλεις : Τυρολόη (Τζουρουλού), Ραιδεστός και Κουπέριον. 

Συνεχίζεται

Ιωάννης Α. Σαρσάκης (Καστροπολίτης)

Saturday, June 21, 2025

Latest News

Μια πολύ καλή τουριστική σεζόν περιμένουν οι Ξενοδόχοι Θράκης

Για φέτος το καλοκαίρι - Μόνιμο «αγκάθι» το Τελωνείο Κήπων Για μια «δυνατή» καλοκαιρινή περίοδο με υψηλές πληρότητες σε όλη...

More Articles Like This