
Ένα ξημέρωμα Σαββάτου
ένιωσε να χάνει απ΄τα πόδια του τη γη.
Ήτανε ώρα θανάτου
γιατί τα λόγια της είχαν αίμα πολύ.
Φεύγει του λέει,δεν πάει άλλο.
Έπαψε πια να τον αγαπά.
Τώρα ψάχνει κάτι μεγάλο
που να είναι όλα μοναδικά.
Έτσι απλά, χωρίς δεύτερη κουβέντα,
πήρε απόφαση ζωής,
αυτήν έβγαλε την πατέντα,
ήθελε αέρα αλλαγής.
Ευθύς τον έκανε παρτάλι,
του ξέσκισε τα σωθικά.
Ένιωσε σαν τρυφερό βλαστάρι
που του πατάγαν σημεία ζωτικά.
Μαύρα σύννεφα τότε απλωθήκαν,
χαμηλώσαν τα βουνά,
να παρηγορήσουν το παλικάρι ξεσηκωθήκαν
που το βρήκαν να πονά.
Γιατί έτσι λειτουργείς αγάπη,
γιατί δεν έχεις λογική,
να μην πέφτουν σε αυταπάτη
όσοι σε πίστεψαν με αίσθημα βαθύ;
Γιατί χάνουν τον έλεγχό τους
όσοι τα δίνουν όλα γι΄αυτήν;
Γιατί δε βρίσκουν το γιατρό τους
όσοι ξενύχτησαν με την αγάπη στην ψυχή;
Τάνια Στεφάνου – Τσαβδάρη
Αλεξανδρούπολη