Οι Εμφύλιοι Πόλεμοι ανάμεσα στους Παλαιολόγους και τον Ιωάννη Στ’ Καντακουζηνό

Το 1341, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος πεθαίνει, και το θρόνο καλείται να αναλάβει ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Ε΄.
Εξαιτίας όμως της ηλικίας του (εννέα χρόνων τότε), ο έμπιστος συνεργάτης τού Ανδρόνικου, μέγας δομέστικος Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, άνθρωπος φιλόδοξος, ικανός στρατηγός και προασπιστής των συμφερόντων της αυτοκρατορίας, ανέλαβε την πρωτοβουλία να τεθεί επικεφαλής της διοίκησης του κράτους και της εποπτείας του Ιωάννη Ε΄.
Η στάση του όμως αυτή δυσαρέστησε τη ματαιόδοξη βασιλομήτορα Άννα της Σαβοΐας, η οποία -φοβούμενη ότι θα υποβαθμιστεί η θέση του γιου της- μαζί με τον μεγαδούκα Αλέξιο Απόκαυκο και τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα -δολοπλόκοι και σφετεριστές του θρόνου αμφότεροι- επωφελούμενοι από την απουσία του Ιωάννη ΣΤ΄ από την Κωνσταντινούπολη, όταν βρισκόταν στη Θράκη για στρατιωτικές επιχειρήσεις, δήμευσαν την περιουσία του, φυλάκισαν πολλούς φίλους του και τον ανακήρυξαν δημόσιο κίνδυνο, ενώ οι οπαδοί του κατηγορήθηκαν για «καντακουζηνισμό» – όρος υποτιμητικός, τον οποίο απέδωσε ο Αλέξιος Απόκαυκος σε εκείνους που υπερασπίζονταν τον Καντακουζηνό.
Ο Απόκαυκος μάλιστα έφτασε σε σημείο να φυλακίσει τη μητέρα του Καντακουζηνού, Θεοδώρα, η οποία υπέστη τρομακτικά βασανιστήρια από τους φρουρούς της. Από τα πιο ανώδυνα είναι ότι την πρόσβαλλαν, της μαγάριζαν το φαγητό, ενώ δεν της επέτρεπαν να ανάψει φωτιά για να ζεσταθεί. Επιπλέον, της ασκούσαν ψυχολογική βία λέγοντάς της πότε ότι ο γιος της συνελήφθη και πότε ότι πέθανε.
Στις 6 Ιανουαρίου 1342, η Θεοδώρα Καντακουζηνή πέθανε στη φυλακή μη γνωρίζοντας ούτε πού βρίσκεται ο γιος της ούτε αν εκείνος ήξερε για την τύχη της. Αμέσως μετά, ο Ιωάννης ΣΤ΄ αυτοαναγορεύθηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο στις 26 Οκτωβρίου 1341, όπου οι αξιωματικοί του λατινικού Στρατού τον έχρισαν ιππότη του Δυτικού Τάγματος Ιπποτών.

Ο Ιωάννης, ωστόσο, φρόντισε στη σεμνή τελετή της στέψης του να παρουσιάζεται ως συμβασιλέας, μη θέλοντας να θίξει τον νόμιμο κληρονόμο του θρόνου. Με αυτό τον τρόπο όμως κήρυξε και επίσημα την έναρξη του νέου εμφυλίου πολέμου στους κόλπους της αυτοκρατορίας.
A΄ Φάση Πολέμου – Αναταραχές στη Θεσσαλονίκη
Ο εμφύλιος αυτός προκάλεσε βαθμιαία εξασθένηση του βυζαντινού κράτους -με την επέμβαση ξένων δυνάμεων- κοινωνικές συγκρούσεις και διχαστικές θρησκευτικές διαμάχες.
Στο πλαίσιο της ήδη καταπονημένης αυτοκρατορίας, δημιουργήθηκαν δύο αντίπαλες παρατάξεις, οι οποίες δίχασαν το λαό και τον ώθησαν σε εσωτερικές συγκρούσεις.
Έτσι, έχασε τη συναίσθηση των εξωτερικών κινδύνων. Από τη μία πλευρά, ο Καντακουζηνός προασπιζόταν τα συμφέροντα της αριστοκρατίας, και από την άλλη, η «αυλή» της βασιλομήτορος προσπαθούσε να προσυλητίσει τον φτωχό λαό.
Εξ αφορμής της εμφύλιας διαμάχης που μαινόταν στην Πόλη, το 1342, στη Θεσσαλονίκη, μια ομάδα ανθρώπων που μάχονταν υπέρ των αδυνάτων και του καταπιεσμένου λαού, οι ζηλωτές, εναντιώθηκαν στον διοικητή της, Θεόδωρο Συναδηνό, ο οποίος -αντίθετα με άλλους διοικητές πόλεων- τάχθηκε με το μέρος του Καντακουζηνού, προτείνοντάς του μάλιστα να του παραδώσει και την πόλη.
Οι ζηλωτές, πέραν των θρησκευτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, απαιτούσαν και ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης. Έτσι, βρήκαν την ευκαιρία να στραφούν εναντίον της αριστοκρατίας.
Στην άλλη πλευρά της αυτοκρατορίας, ο Καντακουζηνός είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του τους ευγενείς, ενώ η «αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης» -όπως ονομάστηκε η συμμαχία της Άννας της Σαβοΐας- προσπαθούσε ολοένα και περισσότερο να στρέψει τα λαϊκά στρώματα εναντίον της άρχουσας τάξης.
Αρχικά, η Θεσσαλονίκη, με τη βοήθεια των αυτοκρατορικών στρατευμάτων της Κωνσταντινούπολης, προσπαθούσε να ενισχύσει την άμυνά της εναντίον του Καντακουζηνού και του Στρατού του, που εποφθαλμιούσαν την περιοχή (σ.σ.: Ο Καντακουζηνός γνώριζε πως αν καταλάμβανε τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, τότε η θέση του στην εξουσία θα παγιωνόταν οριστικά).
Έτσι, ο Καντακουζηνός αναζητούσε συμμάχους που θα τον βοηθούσαν να σταθεροποιήσει τη θέση του στην αυτοκρατορία αλλά και να αντεπιτεθεί στις συνωμοσίες του στέμματος.
Το καλοκαίρι του 1343, με τη βοήθεια του εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ (!), ο οποίος κατέπλευσε από τη Μικρά Ασία προς τη Θεσσαλονίκη με στόλο 60 πλοίων και δύναμη 6.000 ανδρών, ο Καντακουζηνός προσπάθησε να επιβληθεί στην πόλη. Ήλπιζε πως οι οπαδοί του -οι ευγενείς- θα προσέτρεχαν σε βοήθεια, καθιστώντας έτσι την πόλη πολιορκούμενη και εξωτερικά και εσωτερικά.
Οι ζηλωτές, όμως, οργάνωσαν ένοπλες ομάδες περιφρούρησης με σκοπό να αποτρέψουν το ενδεχόμενο συνωμοσίας που θα έδινε στον Καντακουζηνό την ευκαιρία να εισέλθει στην πόλη. Και αυτή η προσπάθεια του Καντακουζηνού συμπεριλήφθηκε στις αποτυχίες του, παρά τη σημαντική βοήθεια του Τούρκου συμμάχου του.

Η αντιβασιλεία στην Κωνσταντινούπολη, αντιλαμβανόμενη τις προθέσεις του Καντακουζηνού, αποφάσισε να επέμβει. Έτσι, απέστειλε τον Αλέξιο Απόκαυκο, με συνοδεία 70 πλοίων, στη Θεσσαλονίκη, και διόρισε διοικητή της τον γιο του, Ιωάννη. Ηγέτης των ζηλωτών ορίστηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο οποίος θα διατελούσε, ύστερα από εντολή της Κωνσταντινούπολης, συνδιοικητής του Ιωάννη Απόκαυκου.
Την άνοιξη του 1345, ωστόσο, ο Ιωάννης -ο οποίος είχε καταφέρει να συσπειρώσει και την αριστοκρατία υπέρ του, αλλά και γιατί δυσανασχετούσε από την ισχυρή παρέμβαση του Μιχαήλ στα τεκταινόμενα της πόλης- αφού τον παραπλάνησε προβάλλοντας ως πρόσχημα την ανάγκη συνεύρεσής τους, τον δολοφόνησε.
Ο λαός, παραδόξως, δεν αντέδρασε στη δολοφονία του ηγέτη του, κι έτσι ο Απόκαυκος με το πεδίο ελεύθερο στράφηκε κατά των ζηλωτών και ανέλαβε τα ηνία της Θεσσαλονίκης. Αργότερα, όμως, αντιλαμβανόμενος ότι ο πατέρας του σχεδίαζε λανθασμένες πολιτικές κινήσεις και επομένως η θέση του θα διακυβευόταν, συμμάχησε με τον Ιωάννη Καντακουζηνό, σχεδιάζοντας την παράδοση της πόλης σε αυτόν.
Οι ζηλωτές, όμως, με τον νέο τους ηγέτη, Ανδρέα Παλαιολόγο, επικεφαλής της αντιεξουσιαστικής ομάδας των «παραθαλάσσιων», την οποία αποτελούσαν άτομα χαμηλής κοινωνικής προέλευσης που εργάζονταν στο λιμάνι, ανασυγκροτηθήκαν και καλούσαν τον λαό σε εξέγερση εναντίον της αριστοκρατίας.
Η φρουρά της Θεσσαλονίκης αρνήθηκε να στραφεί εναντίον συμπατριωτών της, και το οργισμένο πλήθος, αφού έβαλε φωτιά στις πύλες, εισέβαλε στην ακρόπολη. Ο Ιωάννης Απόκαυκος και περίπου 100 υποστηρικτές του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Την επόμενη ημέρα, διαδόθηκε η φήμη ότι οι φυλακισμένοι είχαν αποδράσει και είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους την ακρόπολη.
Ο λαός, εξοργισμένος, πήρε τα όπλα και άρχισε να κατευθύνεται εκεί με άγριες διαθέσεις. Όταν αντίκρισαν τους αιχμαλώτους επάνω στα τείχη, γυμνούς, βασανισμένους και ταλαιπωρημένους, δεν δίστασαν να επιτεθούν με ακόμα μεγαλύτερο μένος. Ο Απόκαυκος βρέθηκε πρώτος γκρεμισμένος ανάμεσα στο εξεγερμένο πλήθος που διψούσε για το αίμα των πλουσίων.
Τους έκοβαν τα κεφάλια και ακρωτηρίαζαν τα σώματά τους. Αφού ολοκλήρωσαν τη διαπόμπευση των αιχμαλώτων, κινήθηκαν προς την πόλη όπου συνέχισαν τις αποτροπιαστικές ενέργειές τους με φόνους και λεηλασίες των περιουσιών της αριστοκρατίας.
Οι ζηλωτές, παρά τον φαινομενικό ριζοσπαστικό χαρακτήρα της οργάνωσής τους, προέβησαν σε ακρότητες που κόστισαν τόσο σε αυτούς όσο και στους υποστηρικτές τους. Κατείχαν τη διοίκηση της πόλης έως το 1347, οπότε ο Καντακουζηνός εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη και τους εκδίωξε, άλλους φυλακίζοντάς τους και σε άλλους επιβάλλοντας την ποινή της απέλασης.
Το κίνημα των ζηλωτών ήταν μία από τις συνέπειες του τραγικού εμφυλίου πολέμου του Βυζαντίου και έδωσε νέα τροφή στις αντιπαραθέσεις, αυξάνοντας την κυριαρχία του Καντακουζηνού.
Ο Καντακουζηνός εκφοβίζει τους Βούλγαρους

Στη διάρκεια του εμφυλίου, οι αντίπαλες παρατάξεις αναγκάστηκαν να συνάψουν συμμαχίες με διάφορους εχθρούς του Βυζαντίου προκειμένου να επιβληθεί η μία στην άλλη.
Το 1341, στη Βουλγαρία, εκδηλώθηκε επανάσταση στο παλάτι. Οι Βούλγαροι επιθυμούσαν την καθαίρεση του σκληρού τσάρου τους και διεκδικούσαν διάφορα προνόμια.
Ο τσάρος Μιχαήλ Σισμάν, για να αποφύγει τη διαπόμπευση, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει άσυλο. Ο νέος τσάρος, όμως, Ιωάννης Αλέξανδρος απαιτούσε την έκδοσή του. Το Βυζάντιο βρισκόταν προ των πυλών νέων κινδύνων…
Την εποχή εκείνη, ο Στρατός των Βυζαντινών ήταν αποδυναμωμένος και λόγω των εσωτερικών ερίδων αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης χρημάτων σε ένα Βυζάντιο που συνεχώς παρήκμαζε και συρρικνωνόταν. Το ηθικό και η πειθαρχία των στρατιωτών βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα καθώς είχαν μείνει απλήρωτοι για πολύ καιρό (Να θυμίσουμε ότι ο βυζαντινός Στρατός κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους, κυρίως Τούρκους, Λατίνους και Γερμανούς).
Ο Καντακουζηνός βρισκόταν αντιμέτωπος με την εξαθλίωση του στρατεύματός του και την απροθυμία του να υπερασπιστεί την Πόλη σε περίπτωση που οι Βούλγαροι θα εφορμούσαν. Στο πρόβλημά του, ωστόσο, απάντηση ήρθε να δώσει ένας πλούσιος πολίτης, ο οποίος, θέλοντας να εξαγνιστεί από τις αμαρτίες του, ήταν διετειθεμένος να δωρίσει την περιουσία του σε κάποιο μοναστήρι.
Μια περιουσία διόλου ευκαταφρόνητη, αφού ανερχόταν σε 100.000 χρυσά νομίσματα, με 40.000 επιπλέον σε κινητή περιουσία. Ύστερα από προτροπή του Καντακουζηνού πείστηκε να μοιράσει τα χρήματά του στους στρατιώτες, βοηθώντας έτσι την Πόλη να εξέλθει από το οικονομικό αδιέξοδο.
Ο Στρατός κατενθουσιάστηκε εν όψει του λαμβάνειν των οφειλομένων του και δέχτηκε να πολεμήσει τους εχθρούς του Καντακουζηνού. Έτσι, οι στρατιώτες ετοίμασαν τα όπλα και τα άλογά τους για μάχη.
Τον Ιούλιο του 1341, ο Καντακουζηνός αποφάσισε να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του έναντι των Βουλγάρων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να ζητούν την έκδοση του πρώην ηγέτη τους. Συγκέντρωσε το Στρατό του στο Διδυμότειχο και ήταν έτοιμος για μάχη. Το βυζαντινό ιππικό είχε παραταχθεί ανάμεσα στον Ερυθροπόταμο και στον Έβρο, περιμένοντας το βουλγαρικό να επιτεθεί.
Παράλληλα, ο Καντακουζηνός είχε αφήσει μια στρατιά πίσω στο κάστρο, οχυρώνοντάς το έτσι ώστε κανείς εχθρός να μην μπορεί να προσβάλλει την οχυρωματική του περίπολο. Ταυτόχρονα, είχε ζητήσει από τον φίλο του Τούρκο εμίρη του Αϊδινίου, Ομούρ, βοήθεια. Ο τελευταίος είχε διασχίσει τη Θράκη με σημαντική στρατιωτική δύναμη και κατευθυνόταν προς το Διδυμότειχο.
Όταν ο Αλέξανδρος αντίκρισε τα βυζαντινά στρατεύματα, αντιλήφθηκε ότι μια επέμβαση θα ήταν καταστροφική. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να αποσύρει το Στρατό του και να ανανεώσει τη συνθήκη του με τον Καντακουζηνό. Οι Τούρκοι όμως είχαν ήδη φτάσει με μεγάλο στόλο στο στόμιο του Δούναβη, και αυτό τρομοκράτησε ακόμα περισσότερο τους Βούλγαρους.
Μπορεί η απειλητική παρουσία του Στρατού των Βυζαντινών να εμπόδισε προσωρινά την εισβολή των Βουλγάρων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, οδήγησε όμως και στη σύναψη και άλλων συμμαχιών αρκετά επισφαλών – όπως αποδείχτηκε.
Οι «φίλοι»: Στέφανος Ντουσάν της Σερβίας και Ομούρ του Αϊδινίου

Ενώ στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας η αντιβασιλεία προσπαθούσε με δόλιους τρόπους να σφετεριστεί τον θρόνο, ο Καντακουζηνός βρισκόταν αποκομμένος στο Διδυμότειχο. Είχε πληροφορηθεί ότι στην Πόλη ο Αλέξιος Απόκαυκος σχεδίαζε πραξικόπημα εναντίον του – σχεδίαζε να απαγάγει τον μικρό Ιωάννη και να τον κρατήσει όμηρο ώσπου η αυτοκράτειρα Άννα να τον διορίσει υπεύθυνο υποθέσεων στην Κωνσταντινούπολη.
Γνώριζε ακόμα ότι και η βασιλομήτωρ προσπαθούσε να δελεάσει του «συμμάχους» του ώστε να της παραχωρήσουν Στρατό.
Στα μέσα του 1342, ο Καντακουζηνός αποφάσισε πως έπρεπε να αναζητήσει τη βοήθεια του Σέρβου «φίλου» του Στέφανου Ντουσάν για να υπερασπιστεί τη θέση του στην αυτοκρατορία. Έτσι, αφού έστειλε αγγελιαφόρους να προετοιμάσουν το έδαφος, άρχισε να προελαύνει βόρεια, πέρα από τον ποταμό Βαρδάρη, με κατεύθυνση τα Σκόπια και με τη συνοδεία 2.000 ανδρών.
Στη συνάντηση που είχε με τον κράλη της Σερβίας, συζητήθηκε το ενδεχόμενο της σύναψης ενός συμφώνου συνεργασίας, για το οποίο όμως ο Ντουσάν ζήτησε από τον Καντακουζηνό, ως ανταπόδοση, ένα μεγάλο τμήμα της βυζαντινής Μακεδονίας. Το τίμημα ήταν μεγαλύτερο από αυτό που μπορούσε να ικανοποιήσει ο αυτοκράτορας, αλλά σημασία είχε ότι ο Ντουσάν τού είχε υποσχεθεί ότι θα τον βοηθήσει στον αγώνα του ενάντια στους κοινούς εχθρούς της Κωνσταντινούπολης.
Με τη συνδρομή σημαντικής σερβικής στρατιωτικής δύναμης -ο Ντουσάν τού είχε παραχωρήσει 20 από τους πιο έμπειρους στρατηγούς του- ο Καντακουζηνός ξεκίνησε για την επιστροφή του στο Διδυμότειχο. Στα μέσα της διαδρομής, προσπάθησε να πολιορκήσει τις Σέρρες -οι οποίες πρόβαλλαν σθεναρή αντίσταση διότι ήταν ταγμένες με το μέρος του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου- όμως, το μεγαλύτερο μέρος του Στρατού αρρώστησε από επιδημία και στασίασε. Οι Σέρβοι μισθοφόροι που τον συνόδευαν επέστρεψαν στην πατρίδα τους με εναπομείναντες μόνο 500 στο πλευρό του Καντακουζηνού.
Ο Καντακουζηνός, μην μπορώντας να συνεχίσει, επέστρεψε αποκαρδιωμένος στη Σερβία. Παράλληλα, η αυτοκράτειρα Άννα προσπάθησε δύο φορές να δωροδοκήσει τον Ντουσάν για να της παραδώσει τον Καντακουζηνό ως αιχμάλωτο. Ο Ντουσάν όμως έμενε προσωρινά στο πλευρό στου παλιού του φίλου.
Στα τέλη του 1342, ο Καντακουζηνός αποφάσισε να επιστρέψει στο Διδυμότειχο. Ο Σέρβος οικοδεσπότης τον συνόδευσε μέχρι τις Σέρρες. Τα σερβικά στρατεύματα, όμως, άρχισαν πάλι να λιποψυχούν και να λιποτακτούν. Δεν ήξεραν πού βρίσκονταν και φοβούνταν ότι κατευθύνονταν όχι προς τη Θράκη αλλά προς την Παρθία ή την Ινδία. Για ακόμα μία φορά ο δρόμος προς τη βάση του ήταν γεμάτος προβλήματα και έπρεπε να γυρίσει στη Σερβία.
Καθώς περνούσε ο καιρός και ο Καντακουζηνός δεν εμφανιζόταν στο Διδυμότειχο, ο γυναίκα του Ειρήνη, την οποία είχε ο ίδιος αφήσει ως επιτηρήτρια στο κάστρο, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Βούλγαρου Ιωάννη Αλέξανδρου.
Εκείνος χάρηκε ιδιαίτερα κυρίως γιατί θα του δινόταν η ευκαιρία να ανταποδώσει στον Καντακουζηνό τον εξευτελισμό που είχε υποστεί λίγο νωρίτερα.
Έτσι, κατέφτασε με το Στρατό του στο Διδυμότειχο όπου η παρουσία του και μόνο ήταν αρκετή για να προκαλέσει τρόμο. Άρχισε να λεηλατεί τις γύρω περιοχές και απέκλεισε την πόλη εμποδίζοντας τους κατοίκους να βγουν έξω για ανεφοδιασμό σε τρόφιμα. Αναμφισβήτητα ήταν μια λάθος κίνηση της συζύγου του Καντακουζηνού.
pronews.gr