
Σαν αστραπή πέρασαν απ΄το μυαλό του
τα μάτια της.
Ταξίδεψε στης ψυχής τα μονοπάτια της.
Θυμήθηκε, αναπόλησε και δάκρυσε,
πού να είσαι άραγε ψιθύρισε.
Αδιέξοδος ο δρόμος του πια.
Ατέλειωτος ο αγώνας του για γιατρειά.
Βαδίζει χωρίς προορισμό
γιατί εκείνη δεν εκτίμησε το σ΄αγαπώ.
Πώς να έρθει ο λυτρωμός
όταν στον πόνο του δεν υπάρχει τελειωμός;
Ήτανε της αγάπης ποιητής
αλλά προσπαθούσε να την κλέψει σαν ληστής.
Δεν σηκώθηκε ποτέ η αυλαία
για την παράσταση που περίμενε τη νέα,
γιατί δεν ήτανε ούτε καν θεατρίνα
να του προσφέρει μια μπουκιά ψωμί στην πείνα.
Άδικη που είσαι βρε ζωή,
γιατί πετάς ότι αξίζει να εκτιμηθεί,
γιατί δε συλλογιέσαι,
γιατί δε στενοχωριέσαι;
Μα τι φταίει και η ζωή
όταν δεν υπάρχει αίσθημα και λογική
να ανοίξουν τα μάτια της καρδιάς
να δουν τη λάμψη της φωτιάς.
Της φωτιάς που καίει σαν καμίνι
για εκείνη, μόνο για εκείνη
που τα μηνύματα δεν ένιωσε
και γι΄αυτήν μια ψυχή έλιωσε.
Για εκείνη που δεν ήξερε, δεν κατάλαβε
και τελικά στη ζωή της μόνο πόνο παράλαβε.
Τάνια Στεφάνου – Τσαβδάρη
Αλεξανδρούπολη