
Πόνεσα όταν σε έχασα πια
αλλά τότε ήταν αργά.
Άφησες ότι αγάπησες βαθιά
γιατί δε βρήκες ανταπόκριση καμιά.
Άνοιξες για αλλού τις πύλες της ζωής
και κοίταξες κάπου να σταθείς.
Να βρεις νέο δρόμο που θα σε ηρεμήσει
κι από το λήθαργο θα σε ξυπνήσει.
Μα το μυαλό σου συνέχεια πίσω ταξίδευε
γιατί ποτέ δε συνάντησε ότι γύρευε.
Δε χόρτασε ποτέ από αγάπη
μια που όλα ήταν οφθαλμαπάτη.
Κάλυψε τα επιφανειακά αισθήματα
αλλά τα βαθιά ήταν και έμειναν ποιήματα
που λειτουργούσαν προληπτικά
να δώσουν έμφαση και όχι στάση παθητικιά.
Πόνεσα όταν πια αλλού ανήκες
κι εγώ άνοιξα νέες προθήκες
να βάλω της μετάνοιας τα δάκρυα
γιατί δεν μπορούσα να βρω άκρια.
Δεν κατάφερα κι εγώ ποτέ να ξεχάσω
αυτό που απροσεξία πέτυχα να χάσω.
Αυτό που ήταν δέντρο με καρπούς γεμάτο
και το άφησα με ξερό πάτο.
Ένα πουλί με χαρούμενα τιτιβίσματα
που έφερνε αγάπης μηνύματα
αλλά δεν μπόρεσα να τα κρατήσω
και με την καρδιά μου να τ΄αγαπήσω.
Χρόνια μετά καθώς η ζωή κυλούσε
τίποτα δεν ξεπερνούσε
τα αληθινά αισθήματα
που ξεκινούν απ΄το πουθενά
και λειτουργούν παντοτινά.
Σκέφτομαι, μετρημένοι είναι οι τυχεροί
που τα ζουν σ΄αυτή τη ζωή
γιατί οι άνθρωποι γίναν φειδωλοί
και δεν ανοίγουν πολύ την ψυχή.
Τάνια Στεφάνου-Τσαβδάρη
Αλεξανδρούπολη