Όταν ολοκληρωθεί η αποκατάσταση των έργων – Επισκέψιμο το μνημείο στα τέλη του 2027

Πέρα από τον μύθο που πυροδοτεί το λαϊκό συναίσθημα, τους αρχαιολογίζοντες και τους συνωμοσιολόγους της ανασκαφικής σκαπάνης, όπως ανακοινώθηκε, το ταφικό μνημείο στον τύμβο Κάστα θα είναι πλήρως αποκαταστημένο και επισκέψιμο στα τέλη του 2027, καθώς όλα τα έργα είναι σε πλήρη εξέλιξη. Ο κ. Μιχάλης Λεφαντζής, προϊστάμενος σήμερα του τμήματος Μελετών Διευθύνσεως Αναστηλώσεως Αρχαίων Μνημείων του ΥΠΠΟ, κατέστη πανελληνίως αναγνωρίσιμος ως αρχιτέκτων της μικρής ανασκαφικής ομάδας, η οποία ανακάλυψε το ταφικό μνημείο και συνέχισε ως μελετητής και επιβλέπων των εργασιών αποκαταστάσεως επί δώδεκα συνεχή έτη, ακροβατώντας ανάμεσα στην επιστημονική τεκμηρίωση και την αρχαιολογική παραφιλολογία επισημαίνοντας ότι «στον τύμβο δεν υπάρχουν μυστικά, μόνο επιστημονικά δεδομένα»!
Ως επιστήμων διευκρινίζει πως «κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχουν μυστικά, παρά μόνο τα δεδομένα της επιστημονικής έρευνας που καλούμαστε να συνθέσουμε. Όπου δεν υπάρχουν δεδομένα, δεν υφίστανται και απαντήσεις. Αρκετά ζητήματα στο μνημείο απαντήθηκαν και μόνο η πράξη της κατά χώραν έρευνας θα δώσει περισσότερα δεδομένα και απαντήσεις, αν όχι τώρα, σίγουρα στο μέλλον, το οποίο για τον τύμβο Κάστα, προδιαγράφεται λαμπρό».
Στην εγγύς περιοχή είχαν ευρεθεί Έλληνες στρατιώτες το 1913 και το 1916 Βρετανοί στρατιώτες, οι οποίοι ευρίσκοντο στην περιοχή κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, όταν κατασκεύαζαν οχυρωματικά έργα στην γέφυρα της Αμφιπόλεως και αρχικώς είχε επικρατήσει η άποψη ότι σύλησαν τον τάφο, αλλά επρόκειτο περί λάθους αναφοράς σχετικής με άλλα ταφικά μνημεία της περιοχής.
Σήμερα, δέκα έτη μετά από την αρχική επισήμανση και έρευνα στον χώρο, συνεχίζουν να ακούγονται διάφορες θεωρίες περί «μυστικών» που κρύβει ο τάφος και, όπως όλα δείχνουν, οι θεωρίες αυτές δεν θα σταματήσουν εύκολα. Ο κ. Λεφαντζής είναι απολύτως σαφής ομιλών για την στιγμή που η αρχαιολόγος Κατερίνα Περιστέρη και η ανασκαφική ομάδα της εντόπισαν την μικρή είσοδο του τάφου που θα τους οδηγούσε στην μεγάλη αποκάλυψη, αφού, όπως εξηγεί, «τόσο η ανακάλυψη, όσο και η παγκόσμια αναγνώριση του μνημείου δεν ήταν τυχαία. Ήταν προϊόν επίπονης, μεθοδικής εργασίας, συχνά αφανούς, που κρύβει και μακρά εμπειρία στο διεπιστημονικό αντικείμενο εκ μέρους των στελεχών του ΥΠΠΟ».

Σημαίνοντα επικοινωνιακό ρόλο στην επικοινωνιακή διαχείριση της ανακαλύψεως είχε από τον Αύγουστο του 2014, ο δημοσιογράφος Θεόδωρος Σπανέλης, από το γραφείο Τύπου της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, που ήταν από τους πρώτους που ευρέθησαν στον χώρο, και είχε δημοσιεύσει ότι «τον Σεπτέμβριο του 2012 είχε προηγηθεί η αποκάλυψη του εντυπωσιακού μαρμάρινου περιβόλου του ταφικού μνημείου, αλλά μέχρι το τέλος του 2013 τίποτα περισσότερο δεν είχε βρεθεί».
Ο εντοπισμός του ταφικού μνημείου και ολίγες ώρες μετά, μια επίσημη ανακοίνωση προκάλεσε αναταραχή και παγκόσμιο ενδιαφέρον.
«Η είδηση του εντοπισμού δύο ακέφαλων σφιγγών -εξήγησε ο κ. Σπανέλης- είναι το σημείο απογείωσης της ανασκαφής σε άλλες σφαίρες, τόσο σε επικοινωνιακό επίπεδο, όσο κύρια σε επιστημονικό… Στις 12 Αυγούστου 2014, με την επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά στον τύμβο και τις εικόνες που κατακλύζουν το παγκόσμιο επικοινωνιακό στερέωμα, ξεκινάει μια κούρσα ενημέρωσης, εκτιμήσεων και σεναρίων, τόσο για το ποιος είναι ο “ένοικος” του τάφου, όσο και για το τι άλλο μπορεί να βγει στο φως της δημοσιότητας, όσο προχωράει στα ενδότερα η ανασκαφική σκαπάνη».
Ο κ. Σπανέλης κατέληξε λέγων: «Η υπόθεση της μελέτης του Τύμβου Κάστα είναι ακόμη στην αρχή και όταν το μνημείο γίνει επισκέψιμο, το μόνο βέβαιο είναι ότι βγαίνοντας από αυτό, οι επισκέπτες θα είναι κυριολεκτικά άφωνοι από τα όσα έχουν δει. Μέχρι σήμερα η αρχαιότητα δεν μας κληροδότησε κάποιο άλλο μνημείο σε αυτή την εξαιρετική κατάσταση και σε μεγάλο βαθμό άθικτο από την φθορά του χρόνου».
Μάκης Δεληπέτρος
«ΕΣΤΙΑ