
Ο Διογένης, ο κυνικός, του Ικεσία ο γιος,
ήταν σαν τον πατέρα του νομισματοποιός.
Μια παραχάραξη έκανε, γι αυτό τον εξορίσαν,
κι απ’ τη Σινώπη μακριά, στην Αττική τον ρίξαν.
Εκεί έγινε μαθητής του κυνικού Αντισθένη,
και ό,τι είπε κι έκανε, στον κόσμο αυτό πια μένει.
Λένε, πως ζούσε ολοχρονίς στην ένδοξη Αθήνα,
και την περνούσε κυνικά, μα για τον ίδιο … φίνα.
Τα καλοκαίρια μοναχά, πήγαινε επισκέπτης,
στην πανέμορφη Κόρινθο, φιλοσοφών και ρέκτης.
Εκεί ζούσε η πανέμορφη, η εταίρα, η Λαΐδα,
που πολλά χρόνια ήτανε του έρωτα … η κοιτίδα!
Η Λαΐδα ήταν καλλονή, με δυο στήθη «κυδώνια»,
που άνδρες κάθε τάξεως, τα έψαχναν για χρόνια.
Μον’ ο σκυλο-φιλόσοφος, ο κυνικός Διογένης,
αδιαφορούσε κυνικά, ο άκληρος εργένης.
Αυτό δεν το υπέφερε, η όμορφη εταίρα,
γι αυτό και τον προσκάλεσε, στο σπίτι της μια μέρα.
Μια νύχτα του υποσχέθηκε, στιγμές κραιπάλης κι έρωτα,
οι δυο τους να περάσουνε, κι άλλα πολλά … αφανέρωτα.
Σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό, του είπε να περάσει,
να ετοιμαστεί κατάλληλα, κι εκείνη θε να φτάσει.
Μα, σ’ αυτό το δωμάτιο, μια υπηρέτρια μόνο,
κακάσχημη, θα του ‘διωχνε, του έρωτα τον … πόνο!
Το γεγονός, η πονηρή, βούκινο το ‘χει κάνει.
σ’ όλη την Κόρινθο, παντού, κι όπου ο νους σου βάνει.
Μα ο Διογένης απ’ αυτά, διόλου δεν χαμπαρίζει,
κι όσοι για τούτο τον ρωτούν. αδιάφορα σφυρίζει…
Και λέει με στόμφο ν’ ακουστεί, σ’ όλη την οικουμένη,
αν κάθε φως, «τότε» σβηστεί, μία Λαΐδα… μένει!!!
Ο ΡΙΜΑΔΟΡΟΣ
Αθανάσιος Παπατριανταφύλλου