
Γουλιά, γουλιά στο μικρό το ταβερνάκι
πίνω μοναχός μου το κόκκινο κρασάκι
προσπαθώντας να ξεχάσω
και το μυαλό μου να μη χάσω.
Γλυκιά η γεύση του κρασιού
πικρή η γεύση του χωρισμού.
Δε μένει καμιά αμφιβολία
πως αλλάξαμε πορεία.
Εμείς που όρκους δίναμε θερμούς
πως θα ζούμε αγαπημένοι χρόνους πολλούς
εμείς φτάσαμε στην άκρη του γκρεμού,
κόψαμε κάθε δέσιμο σχοινιού.
Καταλάβαμε ότι τίποτα δεν είναι αληθινό.
Τίποτα δεν είναι παντοτινό.
Όλα μπορούν να αλλάξουν
και σε πηγάδι βαθύ να σε πετάξουν.
Όνειρα που σκόρπισε ο αέρας μακριά,
που σκεπάστηκαν από σύννεφα μαβιά,
που σβήσανε απ΄τη δυνατή βροχή
και απομείναμε έρμοι και μοναχοί.
Ποτηράκι, ποτηράκι πίνω το κρασάκι
μήπως καταπιώ το φαρμάκι
και νιώσω να ξαναγεννιέμαι,
ξανά στα πόδια μου να κρατιέμαι.
Το πάντα είναι γλαφυρό.
Το ποτέ είναι τολμηρό.
Το τώρα είναι το μόνο σίγουρο
και ζήσε το γιατί είναι παρήγορο.
Τι απέμεινε τελικά απ΄την αγάπη μας την παλιά;
Απορροφήθηκε σαν το κρασάκι γουλιά γουλιά.
Εγώ που έλεγα μακριά σου δε ζω
νιώθω πως πρέπει καινούρια αρχή στη ζωή μου να βρω.
Τάνια Στεφάνου – Τσαβδάρη