Τελευταία και για πέμπτη φορά από το 1978 επανέρχεται στο προσκήνιο η διαδικασία «εκκαθάρισης» των πανεπιστημίων από τους «αιώνιους φοιτητές», εφαρμόζοντας τον ν.4959/22.
Κατ’ αρχήν, ο όρος αυτός είναι αδόκιμος τουλάχιστον.
Μέσα στην έννοια αυτή ο νόμος εντάσσει όσους έχουν ξεπεράσει το όριο του ν+2 ή ν+3 (όπου «ν» τα χρόνια σπουδών του τμήματος που παρακολουθούν). Άρα «αιώνιος» είναι και αυτός που καθυστέρησε για ένα μάθημα ή και για έναν μήνα (!). Μέσα σ’ αυτούς, όμως, υπάγονται επίσης:
Ι. Όσοι εγκατέλειψαν οριστικά τις σπουδές τους γιατί ακολούθησαν άλλο δρόμο στη ζωή τους. Βρήκαν εργασία, η οποία δεν έχει ανάγκη τις σπουδές τους ή έχουν οριστικά μεταναστεύσει.
Όσοι έχουν διακόψει για λόγους υγείας προσωπικούς ή του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος.
Όσοι χρειάζονται για λόγους οικογενειακούς να εργαστούν προσωρινά ή/και παράλληλα.
Όσοι εισήχθησαν μετά από εξετάσεις και έκαναν εγγραφή στο τμήμα, το οποίο στην συνέχεια αποδείχθηκε εκτός των ενδιαφερόντων τους ή/και έφυγαν (γιατί μπορούσαν) για σπουδές στο εξωτερικό.
Όσοι για λόγους απρόβλεπτης αλλαγής του οικονομικού και κοινωνικού τους περιβάλλοντος προσπαθούν να προσαρμοστούν.
Όσοι πρέπει να σπουδάσουν σε ΑΕΙ μακριά από το σπίτι τους και δεν μπόρεσαν να υπολογίσουν τα έξοδα σπουδών (της δωρεάν παιδείας) και αναζητούν τρόπους να αναπροσαρμοστούν ή να διακόψουν.
Όσοι απογοητεύτηκαν από τις συνθήκες σπουδών λόγω δομής των τμημάτων που εισήχθησαν αφού έκαναν εγγραφή (μη βιώσιμα τμήματα).

δ. Όσοι από ασθένεια ή ατύχημα απεβίωσαν.
Όσοι εισήχθησαν σε ΑΕΙ λόγω των πολύ χαμηλών βάσεων αλλά δεν είναι, ούτε ήταν, ικανοί να ολοκληρώσουν σπουδές.
Όσοι έχουν δώσει και εισήχθησαν με κατατακτήριες εξετάσεις για δεύτερο πτυχίο/δίπλωμα και δεν θέλουν να συνεχίσουν.
Όλες αυτές οι κατηγορίες συνυπάρχουν στην έννοια του «αιωνίου φοιτητή».
Δεν είναι παράλογο να γίνει ένα ξεκαθάρισμα των καταλόγων των πανεπιστημίων.
Πρέπει, όμως, να αναφερθεί ότι υπάρχουν και ανομολόγητοι λόγοι, που αυτό δεν είναι επιθυμητό. Ένας είναι, γιατί το θέλουν και τα ίδια τα πανεπιστήμια, αφού μεγάλο μέρος της κρατικής επιχορήγησης μοιράζεται κατ’ αναλογία των εγγεγραμμένων φοιτητών (συμπεριλαμβανομένων και των αιωνίων) και αυτό είναι άδικο για πολλά περιφερειακά ΑΕΙ, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το ΕΚΠΑ έχει 60% «αιωνίους», το Οικονομικό Πανεπιστήμιο 59% και το ΑΠΘ 50%. Θα πρέπει δε από τις 700.000 περίπου εγγεγραμμένων να διαγραφούν οι μισοί (335.000), σύμφωνα με τον πρόσφατο νόμο.
Δεύτερος λόγος είναι ότι κάποια πανεπιστήμια έχουν ζητήσει και έχουν πάρει έγκριση για τη λειτουργία τμημάτων, τα οποία δεν είναι βιώσιμα (λόγω λανθασμένης εκτίμησης γνωστικού αντικειμένου, είτε ανεπαρκούς στελέχωσης, είτε και λόγω κακών συνθηκών φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος και οργάνωσής τους) και αντί να τα κλείσουν, ως οφείλουν, τα συντηρούν και τα διατηρούν, κρατώντας εικονικές λίστες αριθμού φοιτητών.
Και φυσικά, ο τρίτος λόγος είναι ότι οι διοικήσεις νιώθουν αδύναμες να αντιμετωπίσουν σήμερα ένα άνευρο φοιτητικό κίνημα και ανέθεσαν τις ελπίδες για λύση στο αδιάφορο Υπουργείο Παιδείας.
Με έναν νόμο, λοιπόν, δεν διαγράφονται ελπίδες ακόμη και ζωές νέων ανθρώπων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή/και ειδικές συνθήκες προσωρινά.
Αλλά λαμβάνοντας υπόψη και την συνταγματική επιταγή περί του αυτοδιοίκητου των ΑΕΙ, μπορούν να γίνουν κάποιες σκέψεις πιο κοντά στην πραγματικότητα (αν η πρόθεση είναι το ξεκαθάρισμα και όχι άλλες υστερόβουλες σκέψεις), όπως:
Όχι κατανομή επιχορήγησης με βάση τον αριθμό των φοιτητών.
Ναι στο δικαίωμα του κάθε τμήματος να διαγράφει φοιτητές, όπως και στο ανώτατο όριο σπουδών υπό προϋποθέσεις, που θα περιγράφονται σαφώς στον κανονισμό λειτουργίας.
Ναι στο ξεκαθάρισμα των υπολειτουργούντων τμημάτων.
Οι καθηγητές δεν είναι μόνον για τη μεταφορά της γνώσης, αλλά πρέπει να είναι και καθοδηγητές και παραδείγματα ζωής για τους φοιτητές τους. Έτσι, λοιπόν, πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τους φοιτητές που αντιμετωπίζουν προβλήματα με μία ιδιότητα άτυπου ή/και επίσημου συμβούλου και να μπορούν να εισηγούνται (ή και να υπερασπίζονται) στο τμήμα φοιτητές που αντιμετωπίζουν το φάσμα της διαγραφής.
Η ανάγκη (προσωρινή ή μόνιμη) παράλληλης με τις σπουδές εργασίας να συνυπολογίζεται στον χρόνο των σπουδών, αλλά όχι για τη μαύρη εργασία.
Σοβαρή παράμετρος για απόφαση διαγραφής να είναι η συχνότητα συμμετοχής σε εξεταστική διαδικασία.
Να ισχύει ο μέγιστος χρόνος σπουδών (ν+2, ν+3) και στη συνέχεια διαγραφή, εάν οι ίδιοι οι φοιτητές αδιαφορήσουν και δεν αποδείξουν επαρκώς αιτιολογημένα ότι εμπίπτουν σε ευνοϊκές αποφάσεις για παράταση. Η αδιαφορία τους αυτή θα σημαίνει και περιφρόνηση προς το τμήμα. Τότε μαζί με την απόφαση διαγραφής θα συμβαδίζει και η υποχρέωση καταβολής ποσού για την αξία των συγγραμμάτων, τα οποία παρέλαβαν δωρεάν.
Αν παρ’ όλα αυτά η επιθυμία τους να συνεχίσουν τις σπουδές τους παραμένει, θα πρέπει να πληρώνουν δίδακτρα για τον επί πλέον χρόνο παραμονής τους στις λίστες του τμήματος.
Θα πρέπει το κάθε τμήμα να στείλει αντίστοιχο ενημερωτικό σημείωμα και ειδοποίηση σε όσους έχουν περάσει τον προβλεπόμενο χρόνο σπουδών, ζητώντας τους όπως με στοιχεία (εντός τακτού χρονικού διαστήματος) αιτιολογήσουν την καθυστέρηση και να έρθουν σε επαφή με ορισμένο από το τμήμα σύμβουλο καθηγητή. Σε περίπτωση άρνησης ή αδιαφορίας ενημερώνεται για τη διαγραφή του και τις συνέπειες.
Γίνεται φανερό ότι το πρόβλημα είναι σύνθετο και ότι με έναν κεντρικό νόμο με οριζόντια μέτρα διαγραφής, λύση δεν δίνεται, απ’ αντίθετα υπάρχει ο κίνδυνος όπως οι διδάσκοντες βρεθούν μπροστά στο δίλημμα: να κατεβάσουν το επίπεδο των εξεταστικών απαιτήσεων με τις όποιες αντίστοιχες συνέπειες για να περάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι (ακόμη και ανίκανοι) ή να φορτωθούν με ενοχές γιατί με τον τρόπο τους «συμβάλλουν» στην διαγραφή τους.
Συμπέρασμα. Ας προσαρμοστεί ο νόμος στην συνταγματική επιταγή του αυτοδιοίκητου των ΑΕΙ, ας δώσει μόνον κατευθύνσεις και ευελιξία στα τμήματα να το αντιμετωπίσουν (μέσα από κανονισμό λειτουργίας) και ας μείνει στο Υπουργείο να ελέγξει τα αποτελέσματα. Οι κυρώσεις και οι ευθύνες ας βαρύνουν τις πλάτες των τμημάτων και όχι τους φοιτητές.
Ευάγγελος Γαλούσης
πρ. Πρύτανις ΔΠΘ
Εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»