- Του Παναγιώτη Κουσίδη

Ως Τουρκοκρατία χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος κατά την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία ασκούσε κυριαρχία στον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Ελλάδας και γενικά σε περιοχές κατοικούμενες, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από Έλληνες.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφανο Παπαγεωργίου, είναι προτιμότεροι οι όροι «Οθωμανική κατάκτηση» ή «Οθωμανική περίοδος», καθώς η αυτοκρατορία ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία και όχι αμιγές εθνικό Τουρκικό κράτος. Πολυεθνική ήταν και η σύνθεση της τάξης των Οθωμανών αξιωματούχων που ασκούσε εξουσία, ελάχιστοι από τους οποίους είχαν τουρκική καταγωγή.
Οι Οθωμανοί έφτασαν στην περιοχή όταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ήδη αποδυναμωμένη από την τέταρτη Σταυροφορία και την προσωρινή κατάλυση της υποστάσεώς της το 1204.
Την εδραίωση της Οθωμανικής κυριαρχίας ακολούθησαν δύο διαφορετικά ρεύματα ελληνικής μετανάστευσης. Το πρώτο ρεύμα συνδέθηκε με Έλληνες διανοούμενους, όπως ο Βασίλειος Βησσαρίων, ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός και ο Μάρκος Μουσούρης, που μετανάστευσαν σε άλλες χώρες της Ευρώπης, επηρεάζοντας την έλευση της Αναγέννησης. Η δεύτερη, κυρίως εσωτερική μετανάστευση, συνδέεται με εσωτερικές μετακινήσεις των Ελλήνων που άφησαν τις πεδιάδες της ελληνικής χερσονήσου και εγκαταστάθηκαν σε ορεινές περιοχές όπου το άγριο τοπίο έκανε δύσκολη τη διοικητική και στρατιωτική παρουσία για τους Οθωμανούς. Εκεί που έδρασαν οι Αρματολοί και Κλέφτες προ και κατά την Επανάσταση.
Ο Σουλτάνος βρισκόταν στην κορυφή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν και απόλυτος μονάρχης, δεσμευόταν από την παράδοση που αφορούσε ενίοτε στην κληρονομική μεταβίβαση του αξιώματός του. Επίσης το Κοράνιο ήταν βασικός περιορισμός για την απόλυτη εξουσία του Σουλτάνου. Η μεγάλη επιρροή του Ισλάμ τόσο την περίοδο του Οθωμανικού όσο και την περίοδο του Τουρκικού κράτους συνεχίστηκε μέχρι σήμερα και είχε και έχει αναχρονιστικές επιδράσεις στο Οθωμανικό-Τουρκικό κράτος.

Η Οθωμανική διοίκηση των επαρχιών χαρακτηρίστηκε από δύο βασικές λειτουργίες. Οι τοπικοί διαχειριστές στις επαρχίες είχαν στρατιωτικό ρόλο και οικονομικό ως εισπράκτορες του φόρου. Η στρατιωτική οργάνωση ήταν φεουδαρχικού χαρακτήρα.
Το κατακτημένο έδαφος μοιράστηκε σε Οθωμανούς ευγενείς, οι οποίοι διατηρούσαν ως φέουδα (τιμάρια και ζιαμέτ) απευθείας υπό την εξουσία του Σουλτάνου. Σύμφωνα με αυτό το φεουδαρχικό σύστημα οι αγρότες διατήρησαν τη δική τους γη. Επίσης δεν επιβλήθηκε στρατιωτική θητεία για τον αγρότη στην Οθωμανική διοίκηση. Άλλωστε, οι μη-μουσουλμάνοι θεωρητικά απαγορεύονταν να φέρουν όπλα, αλλά αυτό το μέτρο εν γένει αγνοήθηκε, ειδικότερα στην Κρήτη.
Ωστόσο, η φορολογία της οθωμανικής διοίκησης ήταν βαριά. Το οθωμανικό φορολογικό σύστημα βασίστηκε σε διανεμητικό μοντέλο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, κάθε Κοινότητα απέδιδε φόρους στον Καζά που ανήκε, ο Καζάς κρατούσε το μερίδιό του και έδινε το υπόλοιπο στο Σαντζάκι, το Σαντζάκι στο Βιλαέτι και το Βιλαέτι στον Σουλτάνο. Επειδή κάθε κλίμακα διοίκησης κρατούσε τον δικό της φόρο και απέδιδε τον υπόλοιπο στον ανώτερο, γι’ αυτό οι φόροι ήταν επαχθείς και οδηγούσαν στην οικονομική εξουθένωση των παραγωγών.
Φόρους πλήρωναν μόνο οι γκιαούρηδες – άπιστοι για να εξασφαλίσουν τη ζωή τους και την άδεια να κατοικούν στην επικράτεια του Ισλάμ. Απαλλάσσονταν από τους φόρους όσοι ασπάζονταν τον Ισλαμισμό. Αυτός ο εκβιασμός οδήγησε αρκετούς εξουθενωμένους Χριστιανούς και άλλων θρησκειών να ασπαστούν τον Ισλαμισμό και τελικά να εκτουρκιστούν και να αυξήσουν με φωτιά και μαχαίρι τον ισλαμικό και τουρκικό πληθυσμό.
Στη φορολογία περιλαμβάνονταν και η «προσφορά παιδιών». Οι Οθωμανοί απαιτούσαν ένα αρσενικό παιδί στα πέντε παιδιά σε κάθε Χριστιανική οικογένεια να οδηγείται μακριά από την οικογένεια στο σώμα Γενιτσάρων για στρατιωτική εκπαίδευση στο στρατό του Σουλτάνου. Ο Γενιτσαρισμός που κάνει ένα παιδί να στρέφεται με φανατισμό ενάντια στην οικογένειά του δεν λέγεται φορολογία αλλά βαρβαρότητα.
Την οθωμανική διοίκηση ενίσχυσαν πολλοί κατασταλτικοί νόμοι και ενίοτε διαπράχθηκαν σφαγές κατά του άμαχου πληθυσμού. Επίσης σε περίπτωση δικαιοπραξίας ο λόγος των Ελλήνων στο δικαστήριο δεν μετρούσε ενάντια στο λόγο των Οθωμανών.
Το οθωμανικό κράτος είχε θεοκρατικό χαρακτήρα και το καθεστώς των υπηκόων βασιζόταν στον Ισλαμικό νόμο. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι, σαν μη-μουσουλμάνοι ήταν σε δεύτερη μοίρα και αυτό είχε εφαρμογή στην καθημερινή τους ζωή. Οι Χριστιανοί δεν ήταν ελεύθεροι να αναμειγνύονται με τη μουσουλμανική κοινωνία. Για να είναι εμφανές ποιος ανήκει στην κυρίαρχη ομάδα και ποιος όχι, επιβαλλόταν διαφορετική ενδυμασία.
Υπήρχαν περιορισμοί και στη δυνατότητα των Ελλήνων Χριστιανών να κυκλοφορούν έφιπποι ή πάνω σε καμήλες. Επίσης απαγορεύονταν οι δημόσιες θρησκευτικές εκδηλώσεις και οι καμπανοκρουσίες. Μόνο οι προσευχές του Μοεζίνη ακούγονταν 5 φορές την ημέρα για την καθιερωμένη προσευχή των Οθωμανών. Για τους Χριστιανούς μόνο ξύλινα σήμαντρα.
Ευρωπαίοι περιηγητές που βρέθηκαν στην Κρήτη στις αρχές του 19ου αι. αναφέρουν ως παράδειγμα κακομεταχείρισης των Ελλήνων το ότι «αν ένας έφιππος Έλληνας συναντήσει κάποιον διακεκριμένο Τούρκο, πρέπει να αφιππεύσει και να περιμένει να περάσει αυτός» και ότι ακόμα και οι επίσκοποι και οι ηγούμενοι αναγκάζονται να ξεπεζέψουν από τα μουλάρια τους για να περάσει ο Τούρκος. Αυτή είναι μια από τις οφθαλμοφανείς ταπεινώσεις για το ελληνικό έθνος.
Ένα από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν για να ασκηθεί οικονομική πίεση σε ναούς και μοναστήρια, ήταν η κατάσχεση και πώληση των ακινήτων τους. Όσοι δεν μπόρεσαν να επαναγοράσουν τα ίδια θρησκευτικά ιδρύματα, αυτά εγκαταλείφθηκαν, ενώ τα ακίνητα πέρασαν σε ιδιώτες Μουσουλμάνους.

Σύμφωνα με το επίσημο δίκαιο, κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, δεν επιτρεπόταν η ίδρυση και κατασκευή χριστιανικών ναών, παρά μόνο η συντήρηση των παλαιών. Όσες ήταν νεόκτιστες θεωρούνταν παράνομες και γκρεμίζονταν.
Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας υποβαθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου της χώρας. Η ζωή έγινε σε μεγάλο βαθμό αγροτική και η βαριά φορολογία που εφαρμόστηκε για τον χριστιανικό πληθυσμό, ανάγκασε πολλούς Έλληνες να στραφούν σε καλλιέργειες για να εξασφαλίσουν την αυτάρκειά τους. Ενώ σε προηγούμενες εποχές η ελληνική επικράτεια ήταν καλά αναπτυγμένη και αστικοποιημένη. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα ήταν η Κωνσταντινούπολη όπου ζούσαν πολλοί εύποροι Έλληνες. Οι Έλληνες έφεραν βαρέως την εξασθενημένη οικονομική κατάσταση της χώρας τους και των ιδίων στη διάρκεια της Οθωμανική δουλείας.
Η νέα τάξη Οθωμανών γαιοκτημόνων μείωσε περισσότερο τους ελεύθερους Έλληνες καλλιεργητές του κάμπου, οδηγώντας πολύ κόσμο από τις πεδιάδες σε ορεινές επικράτειες όπου η γη ήταν λιγότερο γόνιμη αλλά υπήρχε περισσότερη ασφάλεια.
Στη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης έγινε εξισλαμισμός μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας, γεγονός που επέφερε σημαντικές πολιτισμικές, δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές. Τα αίτια κυρίως ήταν η νομικά κατώτερη θέση των Ελλήνων, η φορολογία, οι καθημερινές ταπεινώσεις των Τούρκων κ.λ.π. Μαζικοί εξισλαμισμοί γίνονταν μετά από αποτυχημένες επαναστάσεις, από εξαναγκασμό αιχμαλώτων, με παιδομάζωμα κ.ά.. Περισσότεροι εξισλαμισμοί έγιναν στη Μικρά Ασία, τον Πόντο, τη Θράκη, την Καππαδοκία, στην Ήπειρο και στη Μακεδονία, καθώς και στην Κωνσταντινούπολη. Το αποτέλεσμα ήταν αυτές οι περιοχές να αποκτήσουν μουσουλμανική πλειονότητα. Σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν μαζικός εξισλαμισμός ολόκληρων χωριών με μια απλή τελετή από τον Χότζα.
Πολλοί Χριστιανοί άλλαζαν θρήσκευμα μόνο επιφανειακά ή και παρέμεναν κρυπτοχριστιανοί. Πολλοί κρυπτοχριστιανοί επανήλθαν στον Χριστιανισμό αλλά υπέστησαν διώξεις από το τουρκικό κράτος. Πολλοί νεομάρτυρες εκτελέστηκαν με μαρτυρικό τρόπο. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν κρυπτοχριστιανοί στην Τουρκία.
Αυτά και πολλά άλλα ήταν τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων Χριστιανών κατά την Τουρκοκρατία. Γι αυτό και αποφάσισαν να επαναστατήσουν και να αποτινάξουν τον βαρύ Οθωμανικό ζυγό. Τιμή και δόξα στους μικρούς και μεγάλους ήρωες του 1821 που θυσιάστηκαν για να μας παραδώσουν ελεύθερη Ελλάδα.