Αφήγηση: Βιργινία Μιχαηλίδου-Διακάκη
Για εμάς, τις νέες και νέους από το Φυλαχτό, όπως θυμάμαι τις χειμωνιάτικες μεγάλες βραδιές, συναντιόμαστε σε φιλικά σπίτια, τα λεγόμενα νυχτέρια.

Οι γυναίκες έπαιρναν τις ρόκες, το αδράχτι και το μαλλί να γνέσουμε. Με το λιγοστό φως της λάμπας τραγουδούσαμε. Τα κορίτσια νυχτερεύουν, το άκουσε κι ένας μαργιόλας παίρνει ρόκα, παίρνει αδράχτι και πάει.

Τα νυχτέρια εκείνα τα χρόνια δεν ήταν όπως τώρα (1988) με σοκολατάκια και διάφορα γλυκά. Τότε βάζανε στα τζάκια με φωτιά και σε πήλινα τσουκάλια έχοντας καλαμπόκια που βράζανε. Στο τέλος τα τρώγαμε βάζοντας και λίγη ζάχαρη, όποιος νοικοκύρης είχε μέσα στην κρίνα του.
Οι γονείς μας δε μας άφηναν να νυχτερεύουμε σε ξένα μη συγγενικά σπίτια, μόνο σε συγγενικά. Αλλά ούτε και σε φιλενάδα που είχαμε κι αν αυτή είχε αδερφό παλληκάρι.
Εμείς περνούσαμε πολύ ευχάριστα με τις συνομήλικές μας, αφού γνέθαμε κλωστές από βαμπάκι και μαλλί. Με καλές μαλλιώρκες για μαλλί το υφάδι και το στημόνι, αγοράσαμε το φιλεμένι για να φτιάξουμε τα προικιά μας. Εσώρουχα και εξώρουχα μάλλινα και βαμπακιρά υφαίνοντας στους κατά οικογένεια που κατείχε αργαλειούς και το ύφασμα το κόβαμε και το ράβαμε οι ίδιες στο χέρι, να που δεν υπήρχαν μοδίστρες τότε.
Την αυτοσχέδια ανδρική ενδυμασία την κατασκεύασε ο ειδικός ράφτης – ο λεγόμενος Τερζής, που λίγοι υπήρχαν σε κάθε χωριό.

- Πως ήταν οι οντάδες μας και τα έπιπλα
Στα σπίτια μας δεν είχαμε κρεβάτια ύπνου, είχαμε στον οντά-δωμάτιο μια ψάθα με τα χόρτα ψαθί-σάζι. Επάνω είχαμε ένα στρώμα κι εκείνο αντί να έχει βαμπάκι, είχε παλιές γυφαμένες κουβέρτες μέσα και ραμμένες στις άκρες.
Για προσκέφαλα είχαμε επίσης, για το αντρόγυνο ένα μεγάλο στο μέτρο προσκέφαλο και για πολλά άτομα που κοιμότανε όλοι στρωματσάδα κάτω κι ανάλογα μεγάλο το μαξιλάρι. Χράμι λέγαμε το πάπλωμα που είχε βαμπάκι ή μαλλί μέσα.
Όταν το πρωί τα σηκώναμε όλα, τα τοποθετούσαμε στο λεγόμενο γιούκο. Ο γιούκος ήταν φτιαγμένος με ποδερικά, άκρες ξύλινα με άψητα κερπίτσια-πλήνθους. Στενόμακρα σε πάχος 40-50 εκατοστά. Εκεί βάζαμε τα ρούχα μας και παπλώματα που εμπρός τα είχαμε σκεπασμένα με ένα μεγάλο ύφασμα πολύχρωμο να κρύβει τα ρούχα μας.
- Αναμνήσεις και καταγραφές επί γερμανο-αντάρτικης εποχής
Κι αυτά δεν έχουν τελειωμό, ποιο πρώτα να γράψω… Έρχομαι στις 3 Μάη του 1942, που έγινε ο γάμος μου με τον Βαγγέλη Διακάκη του Ντιάκου. Με όλα τα καλά μας, ο πεθερός, η πεθερά, τα κονιάδια μου, οι κονιάδες μου, η μάνα μας η Αγγελική, ο πατέρας μας Μηνάς Μιχαηλίδης, οι αδερφές και τα αδέρφια μου.
Ανήμερα του γάμου μας ο πεθερός μου, Διάκος Διακάκης την ημέρα εκείνη κάλεσε και 3 Γερμανούς στρατιωτικούς μια και έφτιαχναν τον δρόμο-Σιώσα.
Από την Αλεξανδρούπολη ως και τη Νέα Ορεστιάδα και σύνορα Ελληνο-Βουλγαρικά. Τους κάλεσε διότι ήταν επισκέπτες στο έργο και στην περιοχή μας.
Γενικά, όλοι συμμετείχαν, οι κάτοικοι με τα βοϊδάμαξα τους στην μεταφορά χώμα, χαλίκια, πέτρες στην αναλογία περιοχής Φυλακτού και εργάζονταν και Φυλακτιώτες τότε και τους πλήρωναν για την δουλειά που κάναν.
Αυτοί με κέρασαν εμένα νύφη τότε, με πιο πολλά λεφτά. Εγώ τους δώρισα από μια υφαντή πετσέτα-προσόψιο στον γάμον μου.

Βασίλειος Μιχαηλίδης
Ερευνητής-Λαογράφος
Φυλαχτό Έβρου