(Ο Βασιλιάς που τα ‘βαλε με του Θεούς)

Εδώ στη χώρα των Θρακών, στα μυθικά τα χρόνια,
οι ήρωες που μάχονταν, σε μαρμαρένια αλώνια…
Βασίλεψε ένας βασιλιάς, Λυκούργος τ’ όνομά του,
που τα ‘βαλε, και με Θεούς, μα, βρήκε το … μπελά του.
Βασίλευε ειρηνικά, χωρίς πολέμους – βία,
και οι γείτονες και ο λαός ζούσαν με ευτυχία.
Ώσπου μια μέρα έφτασε. στη γη την Ηδωνίδα*,
τη χώρα, που οι Θράκες – Ηδωνοί είχανε για πατρίδα …
Ο Μέγας θεός Διόνυσος, μαζί με τις Μαινάδες,
και άλλαξαν τα έθιμα, κι άρχισαν οι … καυγάδες.
Στο γλέντι το ‘ριξε ο λαός, και στην οινοποσία,
και όλοι αποφεύγανε, μόχθο και εργασία.
Ο Λυκούργος, πια δεν άντεχε, η χώρα του να σβήνει,
αφού τίποτε όρθιο, σ’ αυτή δεν είχε μείνει.
Γι αυτό, πάει στο Διόνυσο, και με περίσσιο θάρρος,
του λέει: -Φύγε απ’ τον τόπο πάραυτα! Να μη σε πάρει ο χάρος.
Εσύ και οι Μαινάδες σου, κακό στη χώρα κάνουν,
σε πειρασμούς αναίτια, όλους μαζί μας βάνουν.
Με ύφος οργίλο ο βασιλιάς, το Διόνυσο … προγκάει.
Του λέει με τις Μαινάδες του, σ’ άλλη χώρα να πάει.
Ο Διόνυσος, πράγματι, έφυγε, και πήγε σ’ άλλη χώρα,
μα του Λυκούργου βγήκανε, νέες συμφορές στη … φόρα.
Ο Δίας τον τιμώρησε, για τη μεγάλη προσβολή,
που ‘κανε στο Διόνυσο, με τόση … προβολή.
Τον τύφλωσε και του ‘φερε, σύγχυση στο μυαλό του,
και δίχως να αντιληφθεί, σκότωσε και το γιο του.
Όμως, άλλος ιστορικός**, λέει, πως τον Λυκούργο,
τον σκότωσε ο Διόνυσος, με τρόπο πιο … πανούργο.
Αφού τον επιτέθηκε, και με πολύ στρατό,
τον έπιασε, και τον κρέμασε, πάνω σ’ έναν σταυρό!
Αυτό ήταν το τέλος του βασιλιά, που τα ‘βαλε με τους θεούς.
Τον έστειλαν «αδιάβαστο», ψηλά στους ουρανούς!
* Η χώρα των αρχαίων Ηδωνών Θρακών.
**Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
Αθ. Παπατριανταφύλλου