
Μια όχιντρα, μια πόκοτη, μια γ’ναίκα χωριοντέλα,
Όλο πλιαλούσε στο χωριό κι είχε μεγάλη τρέλα.
Κι ένα αφίκριστο παιδί, ξωπίσω της πλιαλεί,
Νεγκάσκιε, μα δεν κατάφερε, να τ’ς πάρει ένα φιλί.
Μια μέρα που τόνε ντάμωσε, του χωρατεύει και τ’ λέει
Γιατί χωριοντελίζεις πίσω μου; Κι έκαμε τάχα πως κλαίει.
Τράχωμα πλιο δεν έχω ‘γω, και μην κοσιάζεις θα πέσεις,
Μην κουντάς άλλο τ’ μοίρα σου, κούγε που σου μιλώ.
Σους κι ας τ’ άγροικα σ’, κι έχω ντάντανο μεγάλο
Γω θέλω να σε παντρευτώ, δεν νταγιαντίζω άλλο.
Ο νιος ζούφωξε στη γωνιά, κι δεν σταματά να ποσώνει.
Να τ’ς λέει το πόσο τ΄ν αγαπά και πόσο βαλαντώνει.
Α. Παπατριανταφύλλου
όχιντρα= κακιά γυναίκα
πόκοτη= άμυαλη
χωριοντέλα= γυναίκα που γυρνάει όλο το χωριό
πλιαλούσε= έτρεχε
αφίκριστο= ανυπάκουο
νεγκάσκιε= βιάστηκε, αναγκάστηκε
ντάμωσε= αντάμωσε
χωριοντελίζεις= γυρίζεις μέσα στο χωριό
κοσιάζεις= τρέχεις γρήγορα
κουντάς= σπρώχνεις
κούγε= άκου
άγροικα= τα χαζά
ντάντανο= ρίγος
ζούφωξε= κρύφτηκε
ποσώνει= αποσώνει, συνεχίζει να μιλά