9.4 C
Alexandroupoli
Friday, June 20, 2025

Ιστοριούλα με Δωδεκάθεο

Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής

theoi

Η αλήθεια είναι ότι ο νέος κύκλος σατιρικών κειμένων που είναι αναγκασμένη να έχει η στήλη αυτή την εποχή, μάλλον δεν συγκινούν κανένα αναγνώστη. Έτσι νομίζω.

Ομολογώ μάλιστα ότι τα περισσότερα κομμάτια είναι πολύ προσωπικά (εσωτερικά φορές φορές) χωρίς την επιδεικνυώμενη “μπαταρέλα” και προφανώς γι’ αυτό καταλήγουν πάντα κάπου αδιάφορα και χωρίς ενδιαφέρον.

- Advertisement -

Σήμερα για παράδειγμα έχω σκοπό να γράψω μια ιστοριούλα απλή που αφορά κοινότυπη οικογενειακή περιγραφή με μνήμες του χθες που η αναμνηστική μου επιμόρφωση έχει μεταλλαχτεί τώρα, σε αχαλίνωτη φαντασία μέσα στο μυαλό μου και έχει δώσει στίγματα μυθοπλαστικού παζλ.

Επιχειρώ με άλλα λόγια ένα κείμενο υπερβολικά αφαιρετικό που συγγενεύει μόνο με την πραγματικότητα των παραμυθιών και της φαντασιοπληξίας.

Σίγουρο όμως είναι, ότι κάθε αναγνώστης της στήλης μου, θα με εγκαλούσε για περισσή ευμεγέθη και παντελή άγνοια του εφημεριοδικού θεσμού αν θα διαβάσει αυτήν την ιστοριούλα και θα με “σιχτίριζε” για την ελαφρότητα της πρωτοτυπίας.

Αλλά πολύ σας ζάλισα με πρόλογο τουρλομπούκι και αφηγούμαι πάραυτα το φλας-μπακ του θέματος.

Η όλη ιστοριούλα λοιπόν, διαδραματίζεται σε μια μικρή κατ’ αρχήν, επαρχιακή κωμόπολη της Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, που την ξέρανε οι παλιοί κάτοικοι ως “ΣΑΡΙΣ-ΣΑΜΠΑΝ”.

Τότε η μετεμφυλιακή Ελλάδα, υπέφερε από κοινωνικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις πληθυσμών.

Ξεριζωμοί, μετακινήσεις, αναζητήσεις νέων τόπων για δουλειά και παραμονή και διασπορά της χαμηλής τάξης για μια πιο υποφερτή διαβίωση.

Η πλάκα σ’ όλο αυτό το σκηνικό, ήταν ότι ακόμα και οι περιβόητοι Θεοί του Ολύμπου -το δωδεκάθεο σούμπιτο- το έβαλε στα πόδια και βρήκαν καταφύγιο στα υψώματα της οροσειράς μεταξύ Ροδόπης και Παγγαίου πάνω από τα χωριά, Πέρνης, Κεχρόκαμπος, Χρυσοχωρίου, Διαλεκτό και άλλων.

Έτσι αρχίζει το παρόν κομμάτι με μυθοπλαστικά μπαρμπούτσαλα, που πάντα προτιμώ στις αφηγήσεις μου.

Τους ολύμπιους Θεούς λοιπόν, τους είχαν ξεριζώσει από την ίδια κατοικία τους οι αλλοπρόσαλλες “μπαταριές” και διαμάχες του βουνού μεταξύ του Ζέρβα και Βελουχιώτη. Διεκδίκηση εξουσίας βλέπετε! Τέλος πάντων. Στο Σαρίς – Σαμπάν τη μικρή κωμόπολη ζούσε ειρηνικά ένα υπέροχο ανδρόγυνο.

Εκείνος τεχνίτης ζαχαροπλάστης με συνεταίρο και δικό τους μαγαζί στον κεντρικό δρόμο. Η γυναίκα του μια χαριτόβρυτη Αλεξ/πολίτισα, που ερωτεύθηκαν σφόδρα και ειδυλλιακά στα νιάτα τους, κατοικούσαν σ’ ένα συμπαθητικό σπίτι κοντά στο ΚΤΕΛ της κωμόπολης.

Κάνανε και δύο νόστιμα και τσαχπίνικα κοριτσάκια και όλα ήταν ρόδινα.

Ήρθε όμως κάποτε η γκαντέμικη χρονιά και συνέβη η απανωτή συμφορά.

Κατά πρώτον, αρρώστησε βαριά ο καλός ζαχαροπλάστης και άφησε χρόνους στην οικογένειά του και δεύτερον, εγκατέλειψε την κωμόπολη ξεπουλώντας τα πάντα η χαροκαμένη Αλεξ/πολίτισα καταφεύγοντας στο σπίτι της μικρής της παντρεμένης ήδη κόρη της.

Και όλα αυτά γίνανε συγκυριακά όταν ένα απόγευμα ο Δίας είχε μεταμορφωθεί σε κοινό θνητό και είχε πάει στο γήπεδο για να δει το ματς του τοπικού Νέστου με φιλοξενούμενους τον Εθνικό Αλεξ/πολης και έσερνε μαζί του όλη την κακοδαιμονία και γκαντεμιά που σκόρπιζε στην ήρεμη κωμόπολη.

Συγκεκριμένα ο Θεός Διόνυσος – πιωμένος για τα καλά – που τον αντικαθιστούσε στο πόστο του, πήρε ένα μάτσο κεραυνούς κι άρχισε να τους αμολάει στην τύχη. Οι περισσότεροι ευτυχώς πέσανε στα χωράφια του Σαρίς – Σαμπάν και τους ρούφηξε η γη.

Ένας έβαλε φωτιά στην αποθήκη ελαστικών του ΚΤΕΛ κοντά στο μαγαζί της αδελφής του σχωρεμένου ζαχαροπλάστη και ντουμάνιασε τους περίοικους, ένας κατέληξε στους βάλτους λίγο μακρύτερα από το σπίτι του συνεταίρου του και προκάλεσε ηλεκτροπληξία σε καμιά εκατοσταριά αμέριμνους βατράχους, και ο τελευταίος ο πιο εγκληματικός κτύπησε και απανθράκωσε όλη την συστοιχία από ψηλόκορφες λεύκες στον αγρό ιδιοκτησίας της οικογένειας που προοριζόταν για πούλημα στη ΔΕΗ για στύλους και θα αποφέρανε καλό “μπαγιόκο” στις προίκες των κοριτσιών.

Όταν επέστρεψε από το γήπεδο ο Δίας και είδε τη ζημιά από ψηλά, στραμμένος με απορία προς τον Διόνυσο του έβαλε τις φωνές:

“Τι έκανες βρε κοπρίτη; Κατέστρεψες τα ορφανά”

“Δεν το ‘θελα αφεντικό” τραύλισε εκείνος μασώντας νευρικά ένα τσαμπί έξοχου σταφυλιού από τους αμπελώνες της Καβάλας. “Συγγνώμη, δεν θα επαναληφθεί”.

“Αυτό δα έλειπε! Τους κεραυνούς, από δω και πέρα θα τους κλειδώνω στις ντουλάπες πού ‘χω στο Πράβη”.

“Όσο για σένα, δεν θα πίνεις, διαταγή είναι, άλλη φορά ζαλιστικά ηδύποτα και κρασιά από τα οινοποιία Βονικάκη και Μπαμπατζίμ. Γκέκε;” “Που είναι τώρα τα κοριτσάκια και η χήρα;”.

Χτένισε ο Δίας με το τηλεσκοπικό του βλέμμα όλη τη περιοχή και εντόπισε τη μεγάλη ξανθομαλλούσα κόρη να είναι παντρεμένη και αραγμένη σε μια πόλη ανατολικά που την ήξεραν οι παλιοί ως ΟΚΤΣΙΛΑΡ.

Ζαχαροπλάστης ήταν κι αυτός ο πολλά υποσχόμενος γαμπρός με δική του βιοτεχνία γλυκών, εξαιρετικός χαρακτήρας αλλά με αρκετά επαγγελματικά προβλήματα, όπως τα εξήγησε στον Δία ο Ερμής, ο οποίος ήξερε, εν μέρει από καθήκον και εν μέρει από βίτσιο, όλα τα εμπορικά κουτσομπολιά της περιοχής.

“Να του στείλουμε λεφτά!” πρότεινε η Ήρα, που κρατούσε το ταμείο των Θεών.

“Να του δώσουμε εκείνη τη δική μου συνταγή για γλυκά σεξίστικα!” πετάχθηκε η Αφροδίτη που λιαζόταν ξαπλωμένη σ’ ένα παραδιπλανό σύννεφο.

“Να του δώσουμε με ανάθεση για προμήθεια τυλιχτών γλυκισμάτων σ’ όλα τα στρατιωτικά κυλικεία (ΚΨΜ)” μέχρι το μακρινό Διδ/χο  παρενέβη επιθετικά ο πολέμαρχος Άρης.

Τέλος πάντων, είπε ο πατέρας Δίας.

“Τι έγινε όμως η μικρότερη;” ρώτησε στο τέλος.

Αποφάσισε να το εξηγήσει ο επιχειρηματικός Ερμής. “

Εντοπίσθηκε, αρχηγέ, η μελαχρινούλα κόρη, κάπου πιο δυτικά, σε μια μεγάλη παραθαλάσσια πόλη με ανυπόφορες ανηφόρες και μεγάλο λιμάνι.

Παντρεμένη μ’ ένα έξοχο παλικάρι, μηχανολόγο εργολάβο και έγινε επιχειρηματίας καταπληκτική παρ’ όλο που πάντα αντιπαθούσε κάθε κατεστημένο και κάθε μορφής πειθαρχία. Κανένας τραπεζικός δεν μπορεί να την αντισταθεί”.

Και συνέχισε. “Πάντως, καπετάνιε, τίμησε το πάνθεον της μυθολογίας δίνοντας σχετικά ονόματα στα δυο κορίτσια της με ονόματα Ηώ και Δανάη, ενώ τα εγγονάκια της φέρουν ονόματα όπως Μυρτώ, Ιάσονας και Ορφέας”.

Ακούγοντας αυτά, παρενέβη ξαφνικά ο Θεός Απόλλωνας και βάρεσε ένα σόλο στα ντραμς που ακούστηκε μέχρι την Καλαμίτσα.

“Μόνο, που πατέρα των θεών, η Αλεξ/πολίτισα μάνα της που μένει μαζί της, επιθυμούσε νοερά χριστιανικά ονόματα, καθότι έλεγε πολλές φορές στον αδελφό της ότι το δωδεκάθεο κατατροπώθηκε από Ναζωραίο”.

Εν τω μεταξύ, η Αθηνά της σοφίας και της παρατηρητικότητας θεά, βλέποντας από ψηλά το μελαχρινό κορίτσι  να δραστηριοποιείται σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις μ’ ένα σύλλογο για τους αναξιοπαθούντες κατοίκους της πόλης προσφέροντας υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής, έδωσε ικανοποιημένη από μια απροσδόκητη κλωτσιά στη συνάδελφό της, θεά Δήμητρα και το ξέκωλο της κόρης της Περσεφόνη που ήταν νωχελικά ξάπλα σε διπλό ανάκλιντρο και βάφανε τα νύχια τους, ξεφωνίζοντας επιτιμητικά και στις δυο:

“Κοιτάξτε βρε χαμένες, τις ανθρωπιστικές αρετές της κόρης και πόσο δραστήρια είναι στον κόσμο που υποφέρει”.

Και σε δεύτερο σουτ-βολέ πέταξε από τα χέρια τους το βερνίκι της όζας των νυχιών που κατρακύλησε από τα σύννεφα και λέρωσε τις ράχες γυναικών της πόλης εκείνων που αδιαφορούσαν να συμμετάσχουν σε αγαθοεργίες.

Τα κοίταζε όλα αυτά ο Δίας με πατρική θλίψη. “Θεοί της πλάκας έχουμε καταντήσει” μονολόγησε.

“Μας έχει πάρει χαμπάρι ακόμα και ο εφημεριδογράφος της Ε.Θ. και γίνανε ρεντίκολο στη στήλη του”.

Έτσι είχαν συμβεί τα πράγματα και η ιστοριούλα αυτή μοιάζει σαν παραμύθι με μπόλικη φαντασία, αλλά κατά βάση αποτελεί ένα συγγενικό βιογραφικό κάδρο μιας κάποιας εποχής που με άφησε να αφεθώ στη συγκίνηση των περασμένων και κατά κάποιο τρόπο είναι και τίμημα στη μνήμη της συχωρεμένης αδελφής μου.

Ο ΣΧΟΛ-ιαστής

Friday, June 20, 2025

Latest News

Γεμάτα έρχονται και φεύγουν τα αεροπλάνα από Αλεξανδρούπολη για Κρήτη!

Την ίδια ώρα, αύξηση 12% καταγράφηκε στον μήνα Μάϊο στο «Δημόκριτος», ήτοι ταξίδεψαν 27.000 επιβάτες Μετά την επιτυχία που σημείωσε...

More Articles Like This