Θωράκιση της Θράκης – Κομβικός ο ρόλος της Αλεξανδρούπολης!

Σαφές σήμα ανανέωσης των αμυντικών συμφωνιών που έχει συνάψει το 2021 με Γαλλία και ΗΠΑ εκπέμπει η Ελλάδα μέσα από επίσημες δηλώσεις που στέλνουν ηχηρά μηνύματα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου για τον ενισχυμένο ρόλο που θα συνεχίσει να διαδραματίζει η χώρα μας σε ένα εξαιρετικά ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, μιλώντας στο «Monocle» για τη σημασία που έχουν τα εθνικά συμφέροντα στο πλαίσιο της συζήτησης για την ασφάλεια και την άμυνα, σημείωσε πως η συμφωνία αμυντικής συνεργασίας που υπέγραψε η Ελλάδα με τις ΗΠΑ το 2021 «πρόκειται να ανανεωθεί το 2026», επισημαίνοντας πως «σκοπός του είναι να την ανανεώσει». Σε αντίστοιχη δήλωση προέβη και ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νίκος Δένδιας, υποδεχόμενος τον γάλλο υπουργό Ενόπλων Δυνάμεων Σεμπαστιάν Λεκορνί, ενώπιον του οποίου τόνισε πως, λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική σημασία της ελληνογαλλικής συμφωνίας του 2021, θεωρεί ότι θα πρέπει να ξεκινήσουν οι διμερείς συζητήσεις για την ανανέωσή της», με τον γάλλο υπουργό να κάνει λόγο για «κοινή επιθυμία» να προχωρήσει το ζήτημα με την προμήθεια της τέταρτης φρεγάτας Belh@rra. «Θα γράψουμε έναν νέο κύκλο μαζί», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Λεκορνί μετά το πέρας των διαβουλεύσεων στο ελληνικό Πεντάγωνο.
Ανάλογο σήμα εξέπεμψε και το πέρασμα του γάλλου υπουργού από το Μέγαρο Μαξίμου για μια συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όπου, σύμφωνα με πληροφορίες, συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, η αμυντική συνεργασία Ελλάδας – Γαλλίας και οι προοπτικές περαιτέρω ενίσχυσής της. Ταυτόχρονα, από πλευράς ΗΠΑ, κατά την πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου με τον αναπληρωτή ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Κρίστοφερ Λαντάου με ορίζοντα τον επικείμενο Στρατηγικό Διάλογο ΗΠΑ – Ελλάδας στην Αθήνα, ο αμερικανός αναπληρωτής ΥΠΕΞ επιβεβαίωσε τη σημασία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων καθώς και τον πολύτιμο ρόλο της Ελλάδας στην προώθηση της περιφερειακής σταθερότητας. Συγκεκριμένα, ο Κρίστοφερ Λαντάου εξήρε τις ισχυρές αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας, αναδεικνύοντάς τη χώρα μας σε πρότυπο για τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, με τους δύο υπουργούς να θέτουν επί τάπητος κοινές προτεραιότητες για τον τερματισμό της παράνομης μετανάστευσης καθώς επίσης και την «ηγεσία της Ελλάδας σε περιφερειακά ενεργειακά έργα».

Προς ανανέωση
Στον απόηχο και της πρόσφατης έγκρισης του δωδεκαετούς προγραμματισμού αμυντικών εξοπλισμών από το ΚΥΣΕΑ ύψους 25 δισ. ευρώ, είναι πλέον έκδηλο ότι η Ελλάδα οδεύει προς ανανέωση και των δύο αμυντικών συμφωνιών που υπέγραψε το 2021 με ΗΠΑ και Γαλλία. Και οι δύο συμφωνίες θεωρητικώς εκπνέουν το 2026, παρότι η ελληνοαμερικανική συμφωνία που υπεγράφη το φθινόπωρο του 2021 στην Ουάσιγκτον αναφέρει ότι παραμένει σε ισχύ επ’ αόριστον «εκτός εάν τερματιστεί» από κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη «με γραπτή ειδοποίηση προς το άλλο μέρος δύο χρόνια πριν, διά της διπλωματικής οδού». Η «Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας» (ΣΑΑΣ) μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ προέβλεπε την επαναβεβαίωση της δέσμευσης για εμβάθυνση και περαιτέρω επέκταση της στρατηγικής αμυντικής εταιρικής σχέσης και συνεργασίας των δύο χωρών. Παράλληλα, επαναλάμβανε τη σταθερή απόφαση για περιφρούρηση και αμοιβαία προστασία της ασφάλειας, της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας «των αντιστοίχων χωρών τους κατά ενεργειών οι οποίες απειλούν την ειρήνη, περιλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης ή της απειλής επίθεσης» ενώ επιβεβαίωνε «την απόφασή τους να αντιταχθούν ενεργά και ανεπιφύλακτα σε κάθε τέτοια απόπειρα ή ενέργεια και τη δέσμευσή τους να καταβάλλουν τις κατάλληλες μείζονες προσπάθειες για να αποτρέψουν τέτοια πορεία δράσης». Επιπλέον, η ελληνοαμερικανική συμφωνία προέβλεπε ότι οι ΗΠΑ επιτρέπεται «να διατηρούν και να λειτουργούν στρατιωτικές και βοηθητικές ευκολίες» σε εγκαταστάσεις των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, και συγκεκριμένα στο Στρατόπεδο Γεωργούλα στον Βόλο, στο Πεδίο Βολής Λιτοχώρου, στο Στρατόπεδο Γιαννούλη στην Αλεξανδρούπολη και στη Ναυτική Βάση Σούδας. Κατ’ ουσίαν, η ελληνοαμερικανική ΣΑΑΣ που υπεγράφη το 2021 εμπεριείχε εν πολλοίς τροποποιήσεις επί της συμφωνίας που είχε υπογραφεί στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1990.
Στο πλαίσιο της πενταετούς ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας – που επισφραγίστηκε με την απόκτηση τριών Belh@rra (και την ενεργοποίηση της οψιόν για τέταρτη), την απόκτηση των 24 Rafale, την πρόσφατη υπογραφή διακρατικής σύμβασης για την προμήθεια 16 αντιπλοϊκών πυραύλων Exocet και την εκτέλεση της σύμβασης για τα προηγμένα ελικόπτερα NH-90 – προβλέπεται σύμφωνα με το άρθρο 2 αμοιβαία συνδρομή «ακόμα και με ένοπλη βία» του έτερου κράτους. Το εν λόγω άρθρο ενεργοποιείται όταν διαπιστωθεί από κοινού ότι ένα κράτος απειλείται ή δέχεται επίθεση στην επικράτειά του από κάποιο τρίτο κράτος. Οσον αφορά το περιεχόμενο της ελληνογαλλικής συμφωνίας «για την εγκαθίδρυση στρατηγικής εταιρικής σχέσης για τη συνεργασία στην άμυνα και την ασφάλεια», στα συνολικά 31 άρθρα της υπάρχει ρητή πρόβλεψη για στρατηγική συνεργασία (με προκαθορισμένο αντικείμενο, μέσα, ευθύνη μερών για άμυνα και ασφάλεια, συχνότητα διαβουλεύσεων, διεξαγωγή ετήσιων στρατηγικών διαλόγων κ.ά.), για συνεργασία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και για στρατιωτική συνεργασία (με βελτίωση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων, ενδιάμεσες στάσεις και επισκέψεις σε κρατικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία, χρήση προκαθορισμένων θαλάσσιων λιμένων και αερολιμένων για εκπαίδευση και επίγνωση του περιβάλλοντος της περιοχής κ.α.). Συνεργασία επίσης προβλέπεται και στους τομείς των εξοπλισμών και των βιομηχανιών άμυνας και ασφάλειας.
Στρατηγικός εταίρος
Με την ανανέωση και των δύο αμυντικών συμφωνιών η Ελλάδα πλέον καθίσταται για τα επόμενα πέντε χρόνια (2026 -2031) ένας αναβαθμισμένος στρατηγικός εταίρος για ΗΠΑ και Γαλλία στην Ανατολική Μεσόγειο, αποκτώντας τη μέγιστη δυνατή αμυντική θωράκιση έναντι αναθεωρητικών δυνάμεων που δρουν στην περιοχή. Το ενδυναμωμένο γεωπολιτικό προφίλ της Ελλάδας ενισχύεται έτι περαιτέρω και από την ψήφο εμπιστοσύνης που λαμβάνει και ως ενεργειακός πυλώνας σταθερότητας μέσω περιφερειακών πρότζεκτ στα οποία εμφανίζεται να κατέχει κομβικό ρόλο, όπως είναι ο IMEC και ο GSI.
ΜΑΡΙΑ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΥ