Αποτίμηση της Θεατρικής Παράστασης που ανέβηκε στην Αλεξανδρούπολη

- Γράφει η Σοφία Δεμερτζόγλου
Ο Δον Ζουάν της Λητώς Τριανταφυλλίδου και του Πάνου Βλάχου αποτελεί μια ριζοσπαστική εκδοχή του μύθου του Δον Ζουάν που στο βάθος της ιστορίας γοήτεψε πολλούς ποιητές, συγγραφείς και δραματουργούς, όπως ο Λόρδος Μπάιρον, ο Τίρσο δε Μολίνα ή ο Μολιέρος. Ο Δον Ζουάν αντιπροσωπεύει την ελευθερία, την θρησκευτική ελευθερία, την φιλαλήθεια και τον αντικομφορμισμό. Είναι ένας ήρωας πολύ παρεξηγημένος και εξοστρακισμένος, το όνομά του συνδέθηκε με την ερωτική ασυδοσία, την αναζήτηση της ηδονής, την απιστία, την αθεΐα και την ανηθικότητα. Αλλά τελικά ο Δον Ζουάν δεν ήταν όλα αυτά. Ο Δον Ζουάν ήταν ο αντικατοπτρισμός όλων των δήθεν ηθικών και ενάρετων.
Η παράσταση διαδραματίζεται σε ένα κακόφημο μπαρ ιδιοκτησίας του πατέρα του Δον Ζουάν, που είναι στα πρόθυρα της πτώχευσης. Ο Δον Ζουάν είναι ένας νέος ανεπιτυχής καλλιτέχνης με το ψευδώνυμο Δον Ζουάν που εγκαταλείπει την Ελβίρα λίγο πριν το γάμο τους, αφού προηγήθηκαν ερωτικές περιπτύξεις με την αδερφή της. Προσφεύγει στο μπαρ του πατέρα του, που αποτελεί τώρα το μοναδικό καταφύγιό του. Υπάρχουν ένα ζευγάρι θαμώνων του μπαρ, μια άσημη τραγουδίστρια και δύο νεαρά κορίτσια που η παρουσία τους ενισχύει τη δράση.
Η σκηνοθεσία είναι της Λητώς Τριανταφυλλίδου σε συνεργασία με τον Πάνο Βλάχο, η μουσική του Αλέξανδρου Κούρου, η κίνηση της Παναγιώτας Καλλιμάνη και οι μουσικοί επί σκηνής οι Μ. Δρόσος και Β. Γκορίτσας. Στα σκηνικά ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης, στο φωτισμό η Βαλεντίνα Ταμιωλάκη και στα κοστούμια η Ματίνα Μέγκλα.

Η παράσταση είναι μια μοντέρνα ρεαλιστική μαύρη κωμωδία με στοιχεία εξπρεσιονιστικά και του θεάτρου του Παραλόγου. Οι βασικές θεματικές είναι η ελευθερία, ο έρωτας, η αγάπη, η πίστη, οι έμφυλες σχέσεις, τα έμφυλα στερεότυπα, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις, η πολιτική φαυλότητα, τα όνειρα που καταρρακώνονται, η θέση του χρήματος, η βία και η ανάγκη, και γενικά όλα τα θέματα που τυραννούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Η σκηνοθεσία αντισυμβατική και πρωτοποριακή παραπέμπει στη μέθοδο του Μπρεχτ, με τις διακριτές νοηματικές ενότητες, τη χρήση της μουσικής, την κινησιολογία και τη χειρονομία, τους σχεδόν μη δραματικούς χαρακτήρες. Η σκηνοθεσία διατήρησε μια σταθερή πορεία και συνοχή, το δυνατό σημείο της ήταν η διασπορά των μηνυμάτων με τρόπο υπαινικτικό μέσα από τον λόγο ή την σιωπή. Οι κωμικές σκηνές εναλλάσσονταν έντεχνα με τις τραγικές και διατηρούσαν το ενδιαφέρον του θεατή. Ο σκηνοθετικός στόχος ήταν γνήσιος και ειλικρινής, ενώ οι γρήγοροι διάλογοι, τα εμβόλιμα τραγούδια, ο χορός, ακόμη και η αθυροστομία συνέβαλαν στην επικαιροποίηση του μύθου. Οι διαπροσωπικές σχέσεις νοσούν, οι οικογενειακοί δεσμοί έχουν μολυνθεί, η πολιτική κακοποιεί, η ελευθερία και τα όνειρα έχουν φιμωθεί. Ο Δον Ζουάν, προκλητικά ειλικρινής σε σχέση με τους άλλους, σαν να αποτελεί το alter ego τους, γνωρίζει τις αδυναμίες τους και τους προσκαλεί να πιστέψουν σ’ αυτόν. Όλοι οι άλλοι, ο πατέρας που έχει θεοποιήσει μόνο το χρήμα και συνεχώς κάνει κηρύγματα στον γιο του, το ερωτευμένο ζευγάρι που ο καθένας προσπαθεί να εκμαιεύσει κάτι από τον άλλον, η συνοικιακή τραγουδίστρια που ονειρεύεται μια άλλη ζωή, όλοι γίνονται οπαδοί του Δον Ζουάν για να αποκτήσουν αυτό που θέλουν. Όταν διαπιστώνουν ότι εκείνος δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις προσδοκίες τους, τον αποδομούν και τον γκρεμίζουν από το βάθρο του. Ο Δον Ζουάν όμως κατόρθωσε να τους ξεγυμνώσει και να τους φέρει αντιμέτωπους με τον εαυτό τους. Για αυτό και στο τέλος τους λέει: «μπορεί να με καταστρέφετε τώρα, αλλά ένα άλλο είδωλο θα πάρει τη θέση μου». Οι άνθρωποι κυνηγούν είδωλα για να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους και για να αποφύγουν την προσωπική ευθύνη.
Η διανομή των ρόλων ήταν επιτυχής, η εμφάνιση, ο λόγος και η κίνηση ήταν εναρμονισμένα με τους χαρακτήρες και όλοι διατηρούσαν την ίδια υποκριτική γραμμή. Η άρθρωση, η κινησιολογία, ο χορός ήταν επιμελημένα και η συγκίνηση πήγαζε από όλα τα συστατικά της παράστασης. Η σκηνοθετική προσέγγιση δεν προωθούσε ιδιαίτερα την ψυχολογική εμβάθυνση αλλά όλοι οι ηθοποιοί ενσάρκωσαν τους ρόλους τους με ιδιαίτερη ευαισθησία. Ο κ. Βλάχος απαράμιλλος στον ρόλο του Δον Ζουάν, νευρώδης και ευαίσθητος, η κ. Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, απόλυτα ταιριαστή στον ρόλο της Ελβίρας, ο κ. Φιλίππογλου στο ρόλο του πατέρα, αλλά και ο κ. Κατσώλης με τη Μελίνα Βαμπούλα απέδωσαν άριστα τη ψυχοπαθολογία των σχέσεων. Η κ. Μπούνταλη ιδανική στον ρόλο της τραγουδίστριας σε ένα κακόφημο μπαρ, τα κορίτσια Τερέζα Καζιτόρη και Κατερίνα Γαλανάκη αποτελούσαν μια νότα δροσιάς στην παράσταση, ενώ οι μουσικοί επί σκηνής συνόδευαν αριστοτεχνικά κάθε στιγμή της.
Το σκηνικό λιτό, παρακμιακό και πολύχρωμο, τα κοστούμια και το μακιγιάζ ευφάνταστα και εναρμονισμένα με τους χαρακτήρες, τα κόκκινα γυναικεία παπούτσια του Δον Ζουάν ένα ελκυστικό καλλιτεχνικό εύρημα. Ο φωτισμός κινηματογραφικός και φωτορυθμικός αναδείκνυε σημασιολογικά κάθε στιγμή της παράστασης και η μουσική ερέθιζε την ψυχή. Στους ηθοποιούς άξιζε ένα παρατεταμένο και σφοδρό χειροκρότημα για το πάθος και την αυτοθυσιαστική διάθεση στη σκηνή.
Η παράσταση Δον Ζουάν της Λητώς Τριανταφυλλίδου κατέδειξε χωρίς προσποιητά τεχνάσματα τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, μέσα από το γέλιο και το ωραίο θέαμα. Δεν ήταν κωμωδία, ήταν μια παράσταση άκρως τραγική διανθισμένη με χιουμοριστικά στοιχεία μόνο για να απαλύνει το βάρος της τραγικότητας. Δεν θέλησε να προσδώσει έτοιμα νοήματα στον θεατή αλλά μέσα από τα σημεία και τους συμβολισμούς στόχευε τη δική του πρόσληψη. Αυτό που ήθελε σίγουρα να πει είναι, ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να στηρίζεται σε είδωλα και σε καθοδηγητές που υπόσχονται παραδείσους, αλλά πρέπει ο ίδιος να μάχεται να βρει τον δρόμο του, τον δρόμο για την ευτυχία και την αλήθεια. Και ασφαλώς ποτέ μια παράσταση δεν είναι τέλεια, αλλά εκεί ακριβώς έγκειται και η γοητεία της, επειδή στη ρωγμή και το χάσμα βρίσκεται η αλήθεια.