9.4 C
Alexandroupoli
Monday, June 30, 2025

Πασχαλιάτικος καταπιόνας -(2)

Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής

limghandler

Ο κυρ – Παναγιώτης δεν το έκανε στη σούβλα το αρνί.

Σάββατο βράδυ και σούβλα δεν γίνεται. Φούρνος, λοιπόν. Με πατάτες μικρές, στρογγυλές, με βούτυρο μπόλικο, με τα πάντα του. Να είναι και νόστιμο.

- Advertisement -

Κάθισε, μόνος του. Το αλάτισε, το ετοίμασε και φώναξε τη γυναίκα του.

– Αθανασία, στο φούρνο και να το προσέχει σαν τα μάτια του ο φούρναρης.

Πάντα τα πρόσεχε τα ψητά που πήγαινε ο κυρ- Παναγιώτης, στο φούρνο. Δεν έπαιρνε την κανονική αμοιβή σαν τους άλλους πελάτες του. Έπαιρνε πάντα κάτι παραπάνω, έτσι σαν τίμημα επειδή τα πρόσεχε ιδιαίτερα.

Από τις δέκα άρχισε και κουβαλιότανε η παρέα.

Όλο το σόι. Όλοι γελαστοί και πεινασμένοι.

Ήρθε και ο Άρης. Αγκαλιές, φιλιά, καλωσορίσματα.

Φέραμε και το ψητό από το φούρνο, μοσχοβόλησε το σπίτι. Και έστρωσε η μάνα μου, η κυρά Αθανασία τα καλά της, τα λινά, έβαλε στο τραπέζι ζαμπόνια, τυριά, αυγά, σαλατικά, όλα εντάξει.

– Να αυγοκόψετε τη μαγειρίτσα, έδινε εντολές στις άλλες γυναίκες των μπατζανάκηδων.

– Το αρνί να το βάλετε στο τραπέζι. Στρώστε από κάτω μη μας χαλάσει το τραπεζομάντηλο. Έτσι, με το ταψί.

– Ξέρουμε μωρέ Αθανασία, πρωτάρες ήμαστε, απαντούσανε.

– Να τα έχετε όλα έτοιμα, μόλις γυρίσουμε από την εκκλησία.

– Μη στεναχωριέσαι για τίποτα.

Χτύπησαν οι πρώτες καμπάνες.

– Ε, πάμε; σηκωθήκανε όλοι. Πάμε σιγά – σιγά;

Ο Άρης βαριότανε.

– Εγώ δεν θα έρθω, είπε.

– Στην εκκλησία;

– Δεν ξέρω, είμαι κομμάτι συναχωμένος. Να, θα καθίσω εδώ με τον Γιώργο. Έχω να του πω και για τα ξένα, για τις σπουδές μου, να μου πει και αυτός τα δικά του, για την ομαδάρα μας, τον ΕΘΝΙΚΟ, την παρέα του κ.τ.λ.

Τους κοίταξε ο κυρ- Παναγιώτης. Ε, αγόρια είναι, παλικάρια μπορείς τώρα να τα περιορίσεις;

Και καμάρωσε μπροστά στον ανηψιό του Αριστείδη.

– Απόψε θα δεις τραπέζι, όχι τις τσιγκουνιές του πατέρα σου.

Πειράχτηκε ο κυρ – Αλέκος κομμάτι, αλλά δεν μίλησε.

Φύγανε όλο το σόι για την Ανάσταση και μείνανε τα δύο αγόρια στο σπίτι.

Χτυπήσανε οι αυτοσχέδιες καραμπίνες από τα αλάνια, οι καμπάνες της εκκλησίας της γειτονιάς οι Άγιοι Ανάργυροι ηχήσανε ανάψανε κάτι μπαρούτια ακίνδυνα από τους μικρούς και μπήκανε όλοι ευχαριστημένοι με τις λαμπάδες αναμμένες.

Ο κυρ- Παναγιώτης, έκανε τον τριπλό σταυρό με τον καπνό της λαμπάδας πάνω από το κατώφλι και φίλησε το γιό του.

– Χριστός Ανέστη. Καλά μυαλά.

Φίλησε και τον Άρη και καθήσανε στο τραπέζι όλοι με τις πετσέτες στο λαιμό.

– Τη μαγειρίτσα.

Ήρθε αχνιστή η μαγειρίτσα. Τσουγκρίσανε αυγά, κατάπιανε από δύο – τρία τα αγόρια, έτσι γιαορεκτικό και αρχίσανε να κελαηδάνε τα κουτάλια.

Για μια στιγμή ο κυρ- Παναγιώτης σταμάτησε το ρούφηγμα.

– Το ψητό; ρώτησε

Χαμογέλασε η γυναίκα του η κυρία Αθανασία.

– Θα το αφήσαμε στη μασίνα να είναι ζεστό, έτσι με είπε η συνυφάδα μου η Κωνσταντίνα, που ήταν υπεύθυνη.

– Να φάμε πιο μπροστά και τα ορντέβρ, να τελειώνουν.

Όλοι δεν μπουκωνόντουσαν και πολύ. Το παν ήτανε το ψητό. Το ψητό λαχταρούσανε. Για τούτο το ψητό περιμένανε μια βδομάδα με νηστίσιμα και ταχινόσουπες.

Τελείωσε καμία φορά η σούπα, φάγανε και τα υπόλοιπα και λέγανε κολακευτικά.

– Άμα ερχόμαστε στου Παναγιώτη, ξεκοιλιαζόμαστε πια.

Αυτό ήτανε που ήθελε ο μπαμπάς μου και αυτή ήτανε η μεγάλη νίκη του. Τους άφησε, λοιπόν, να πάνε παρακάτω όλα τούτα τα τούτα και μετά έδωσε διαταγή με όλη τη μεγαλοπρέπεια.

– Το ψητό, γρήγορα.

Η Κωνσταντίνα η συνυφάδα του να πούμε, ζάρωσε τα μούτρα της.

– Τι έπαθες; ανησύχησε ο κυρ – Παναγιώτης. Δεν άκουσες τι σου είπα; Το ψητό αμέσως.

Για μια στιγμή το μυαλό του πήγε στην καταστροφή.

Έχει γούστο να το βγάλαν από το ταψί και να έπαθε καμιά λαχτάρα.

Τούτο το αρνί; Που το είχε για βαρύ πυροβολικό;

Για καμάρι; Που το διάλεξε πια σαν εξπέρ;

– Να το φέρεις, όπως είναι. Με το ταψί.

Η Κωνσταντίνα έδειξε τρομαγμένη.

– Ψητό Παναγιώτη, δεν έχει.

– Τι; πετάχθηκε από την καρέκλα του ο κυρ- Παναγιώτης.

– Τι είπες; Δεν έχει ψητό;

– Όχι.

– Και τι έγινε το αρνί;

– Ξέρεις, έκανε δειλά και υπεύθυνα η Κωνσταντίνα, να το είχα βάλει στο τραπέζι, όπως είπε η γυναίκα σου και τσίμπα τσίμπα ο Άρης και ο Γιώργος το φάγανε.

– Όλο;

– Όλο, κυρ- Παναγιώτη.

Ο κυρ – Παναγιώτης κιτρίνισε. Γύρισε, κοίταξε τους δυο καταπιόνες και έκανε το σταυρό του

  • Δεν μου κάνει, ρε μπαγάσηδες, εντύπωση που το φάγατε, είπε γεμάτος λύσσα. Όχι. Σας ξέρω τι γλάροι είσαστε. Βόδι να βλέπατε, θα το ξεκοκκαλίζατε. Άλλο μου κάνει εντύπωση. Που ύστερα από ένα αρνί μεγάλο όσο το βάρος σας μαζί που ντερλικώσατε, καθήσατε και ξαναφάγατε μαγειρίτσα.

Και έφτυσε.

– Φτου!

Ήτανε η πρώτη φορά που νικήθηκε.

Ο ΣΧΟΛ-ιαστής

Aegean
Monday, June 30, 2025

Latest News

Σύσκεψη ελαιοπαραγωγών στα Δίκελλα Αλεξανδρούπολης

Οργή και αγανάκτηση επικρατεί στον αγροτικό κόσμο του Έβρου, με τους ελαιοπαραγωγούς να στέλνουν ξεκάθαρο μήνυμα ότι δεν θα...

More Articles Like This