Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Από τον περασμένο χειμώνα της παρακολουθούσα να συζητάν για ένα ταξίδι το Δεκαπενταύγουστο στο νησί της Μεγαλόχαρης στην Τήνο.
Η γυναίκα μου και μια κολλητή της φίλη το έβαλαν αμέτι – μουχαμπέτι, να πάνε στη γιορτή του νησιού.
Τελικά το πραγματοποίησαν, αλλά τους βγήκε Ιλιάδα με πλοίο και Οδύσσεια με διαδρομή.
Αλλοπαρμένες και ταλαιπωρημένες μετά τον γυρισμό, μου αφηγήθηκαν τη θαλασσόχαρη περιπέτειά τους και εγώ με το δικαίωμα που έχει για 15 λεπτά δημοσίευσης κάθε αναγνώστης της Ε.Θ. αποφάσισα να περιγράψω στη στήλη το συμβάν του εορταστικού οδοιπορικού.
Βέβαια γνωστό τοις πάσι είναι ότι το ύψος της περιγραφής του ταξιδιού είναι σατιρικό “τομπορλούκι” η όλη ταξιδιωτική περιπέτεια διανθίζεται με το σχετικά “μπαρμπούτσαλα” του γράφοντας και το σατιρικό κάδρο των ενσταντέ είναι για το μαστέλο.
Έτσι για τους αναγνώστες, το κείμενο να γίνει πιο γουστόζικο και εύπεπτο. Κατ’ ουσία όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό και το αποδέχομαι όπως με το περιγράψανε.
Απολαύστε το.
Με μπαγκάζια από μια κίτρινη βαλίτσα η κάθε μια, με σκιάδια τζόκεν της Χριστιανικής Ένωσης με φελοτάπωμα θερμός κρύου τσαγιού εμπλουτισμένο με φέτες λεμονιού και αντανακλαστικό ένδυμα περιπάτου, ξεκίνησαν περιχαρείς για Πειραιά όπου θα επιβιβαζόταν σε πλοίο γραμμής για το ευλογημένο νησί.
Αύγουστος, ντάλα καύσωνας και το αγκυροβολημένο πάλλευκο σκάφος στην προκυμαία ήταν μοντέρνο, κομψό, τεράστιο και με πολλά φλάμπουρα διακεκοσμημένο λόγου γιορτής του 15 Αυγούστου.
Πολλοί από τους αναμένοντες επιβάτες στο ντοκ του λιμανιού, έλεγαν ότι ήταν τουρμποκίνητο, ταχύτατο σαν δελφίνο και ταξιδεύει άνετα και γρήγορα παντός καιρού.
Ήρθε λοιπόν και προσάραξε σαν πεταλίδα κολλώντας στην προβλήτα, έδεσε με χοντρή μπαρούμα και ανέμενε υπομονετικά όπως άρμοζε σε ένα πλεούμενο καλής ανατροφής.
Είχε και ονομασία με μεγάλα κόκκινα γράμματα πάνω από την ίσαλο γραμμή του που μαρτυρούσε ότι ήταν ιδιοκτησία του ΟΣΦΠ Πειραιά με ενδεικτικό καλλίγραμμα τον δαφνοστεφανωμένο αρχαίο νέο τόσο στην πλώρη, όσο και στην πρύμνη του. Το λοιπόν, σχηματίσθηκε ουρά από εκδρομείς – πιστούς πάσης φύσεως.
Χοντρούς, αδύνατους, στραβούς, ημίστραβους, διπλοκουτσούς, μονόκουτσους, αλλάλους, χωρατατζήδες, λογικούς και παράλογους, όλα τα είδη του κλασσικού ρητού: “Κουτσοί – στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα”.
Οι περισσότεροι ωρύονταν.
Αχ, βαχ, μην σπρώχνεται, ζέστη, ήλιος, θα σκάσουμε, βοήθεια, πρόσεχε ρε θα με ρίξεις στη θάλασσα. Τέτοια και άλλα παρεμφερή έλεγαν και οι ναύτες του Λιμεναρχείου, ανωτάτων και κατωτάτων βαθμών άκουγαν ανάλγητοι και έβριζαν νευρικοί.
Άντε από κει. Περιμένετε, άει στο διάολο επιτέλους. Εξουσία βλέπεις και αυτή.
Ταξί, Ι.Χ., φορτηγά, νταλίκες, πούλμαν και άλλα τροχοφόρα μετέφεραν συνεχώς νέους επιβάτες.
Οι νεορχόμενοι έσπρωχναν εκ των όπισθεν τους παλιούς οι οποίοι διαμαρτύρονταν στους λιμενικούς λαμβάνοντας την πανελλήνια απάντηση: Σπρώξτε και εσείς.
Οι έχοντες προτεραιότητα μπαίναν κατ’ αρχάς πρώτοι, αλλά κατόπιν βράσε την προτεραιότητα. Όποιος προλάβαινε μπουκάριζε και οι υπόλοιποι ωρύοντο κραυγαλέα.
Το παιδί, πρόσεχε, γιατί από δίπλα σου λέω, Παντελή το μπαστούνι σου, καλέ δεν σέβεστε τίποτε πια. Τέτοια και άλλα έλεγαν και το πλοίο ατένιζε αξιοπρεπώς από το ύψος της τσιμινιέρας του την όλη άθλια κατάσταση.
Μέσα στο κατάστρωμα η ατμόσφαιρα ευωδίαζε από σκόρδο, ποδαρίλα, σουβλάκια, γιαουρτοσκόρδια και κεφτέδων, διότι ασθενής και οδοιπόρος αμαρτία δεν έχουν. Και είναι παρατηρημένο από γαστρονομικές στατιστικές, ότι μόλις ξεκινήσει ένα ταξίδι με όποιο μέσο κι αν είναι, τους επιβάτες ιδίως εμάς τους Έλληνες, μα πιάνει μια ανεξήγητος και χυδαία πείνα να τρώμε γεμίζοντας τον τόπο με πάσης φύσεως αηδίες από ακαλαίσθητους κεφτέδες μέχρι σκοροστούπια.
Έτσι έγινε και τώρα το σκάφος καταριότανε την τύχη του, τον εφοπλιστή του, τον πολοίαρχο και τους επιβάτες του.
Στην ίδια ατμόσφαιρα διαχύεντο οξύτατη ανθρωπίλα, δηλαδή ξινός ιδρώτας, ποδαρίλα και μασχαλοριπές δολοφονικών αρωμάτων.
Τα φορητά μαγνητόφωνα, παντός είδος τεχνολογίας, τα ραδιοφωνάκια και τα πλέι – γκέιμ, που έφεραν οι νεαροί επιβάτες μετακινούμενοι από θέση σε θέση πάνω στο κατάστρωμα, εκνεύριζαν και ταλαιπωρούσαν ακουστικώς του υπολοίπους.
Εν μέσω λοιπόν, φανών, παραφωνιών, μελωδιών και φωνακλών, ξεκίνησε το ταλαιπωρημένο πλοίο, το οποίο μάλιστα έσκουζε με οξύτατο ήχο ως αντιπαράθεση με τους κακόηχους επιβάτες του.
Ο συνωστισμός των επιβατών απέδειξε την αδιαφορία εφαρμογής των νόμων ναυσιπλοΐας, γιατί το αξιοπρεπές πλοίο κατασκευασμένο να δεχθεί ακόμα ολιγότερους επί πλέον του κανονικού επιβάτες, εφορτώθη με αριθμό τριπλάσιο. Δεν υπήρχε συνεπώς θέση ούτε να σταθεί κανείς όρθιος σαν άλογο.
Όλοι καθόταν αδιακρίτως φύλλων, ηλικίας και μεγέθους ο ένας πάνω στον άλλον, εκείνος που κατόρθωσε να εξοικονομήσει κάθισμα, εθεωρείτο ευτυχής.
Ουδεμία διάκριση γινότανε μεταξύ των επιβατών πρώτης, δευτέρας και τρίτης θέσης. Οι καμαρότοι στους οποίους απευθύνονταν οι παραπονεμένοι απαντούσαν μα αναισθησία: Τι να σας κάνουμε εμείς, χωροφύλακες είμαστε;
Ζαλισμένοι οι περισσότεροι από ναυτία αναστέναζαν θλιβερά για το παραδερμένο στομάχι τους, χοντροκομμένες πληθωρικές μεσήλικες καταριόταν τους υποστάντας εμετό, καθότι αυτές λόγω του ευτραφή πισινού τους είχαν σταθερή έδραση στο κάθισμα και ουδόλως τις ενοχλούσε το ταρακούνημα του πλοίου.
Και καθότανε λοιπόν, άνθρωπος επί ανθρώπου, υγιής επί ασθενούς, άνδρας επί γυναικός και τούμπαλι και γινότανε μύλος μεγάλος και της τρελής το μαλλί.
Με το θαλασσινό μελτεμάκι όπου φυσούσε ύπουλα από τα πλευρά των κουπαστών, όλοι αυτοί μισή ώρα μετά τον απόπλου, άρχισαν να κιτρινίζουν σαν Κινέζοι, να εκφράζουν ανησυχίες και φόβους, να επικαλούνται αγίους και τέλος να βγάζουν δραματικά σε μεγάλες εμετικές ποσότητες εκείνα τα οποία προ ολίγου είχαν καταπιεί, αρωματίζοντας με νέα αρώματα την ατμόσφαιρα και αηδιάζοντας το σύμπαν.
Στις άκρες των διαδρομών χαριτόβρυτες δεσποινίδες αμφιβόλου ηθικής, παίρνανε προστασία από φιλάνθρωπους τάχα ναυτικούς του πλοίου, οι οποίοι τις ξεμοναχιάζανε για να ξεζαλιστούν αυτές και να ζαλιστούν οι ίδιοι αυτοί.
Επιτέλους το πλοίο έριξε τις άγκυρες του στην αποβάθρα του νησιού, αποβίβασε όλο αυτόν τον λαό και ένοιωσε μεγάλη ανακούφιση παρακαλώντας τους ναύτες του να του κάνουν μια γερή φασίνα για να απορρυπανθεί σχετικώς.
Ξενοδόχοι, περιστασιακοί, καταφερτζήδικα μεσιτικά άτομα για προτροπή και ανίχνευση πελατών για πανσιόν και ξεμοναχιασμένα δωμάτια, ταξιτζήδες, μικρέμποροι εκκλησιαστικών εικόνων και σουβενίρ θεραπευτικών επικλήσεων, παγωτατζήδες, αχθοφόροι και άλλα υποκείμενα, υποδέχθηκαν τους επιβάτες με φωνές, ξεφωνητά, παρακάλια, ενθουσιασμών, ύβρεων και προτάσεων.
Και προς ευλογία του τουρισμού, της γιορτής, της αστυνομίας, του λιμεναρχείου και των υπευθύνων, κανένας δεν ενδιαφέρεται μέχρι σήμερα για την βελτίωση του χάους αυτού και της άνω κατάστασης.
Τέλος του ταξιδιού. Αμήν.
Έτσι σαν υστερόγραφο.
Εύχομαι και ευελπιστώ μην τυχόν το διαβάσει αυτό το κομμάτι η φίλη και θεούσα φίλη της γυναίκας μου που κάνανε μαζί το ταξίδι και με αφορίσει ιεροεξεταστικά.
Κύριε Ελέησον!
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής