9.4 C
Alexandroupoli
Sunday, September 14, 2025

Η άφθονη παλαμίδα του Θρακικού Πελάγους κατά την αρχαιότητα

Η λέξη Παλαμίδα προέρχεται από την αρχαία «πήλαμο», που βεβαιώνει την αγάπη του ψαριού με τον πηλό, ο οποίος αφθονούσε στον υγροβιότοπο του Έβρου – Οι Θράκες γνώριζαν το νυκτερινό ψάρεμα 

Η αποδημία ως τρόπος ζωής δεν αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο των πτηνών, αλλά και των ιχθύων, από τους οποίους άλλοι αποδημούσαν από το ανοιχτό πέλαγος προς τις ακτές και το αντίθετο, αποφεύγοντας τις υπερβολές του ψύχους και της ζέστης, και άλλοι από τον Εύξεινο Πόντο προς το Αιγαίο Πέλαγος, όπου διαβιούσαν το χειμώνα, ενώ την άνοιξη επανέρχονταν στον  Πόντο.  

Έτσι ο Αριστοτέλης διαβεβαιώνει ότι η παλαμίδα γεννούσε στον Εύξεινο Πόντο και πουθενά αλλού, ενώ από τα «Αλιευτικά», δυσεύρετο έργο του Οππιανού, ποιητή από την Ανάζαρβο της Κιλικίας στη Μικρά Ασία, μαθαίνουμε ότι την εποχή του, το 2ο αι, μ.Χ., στη σημερινή Αζοφική θάλασσα συναθροίζονταν οι παλαμίδες, και προέβαιναν στην ωοτοκία· και όσα αυγά έβρισκαν εκεί, τα έτρωγαν, ενώ, όσα εγκαταλείπονταν ανάμεσα στα φύλλα και τα καλάμια, γίνονταν παλαμίδες.  Με το στάδιο ωριμότητας των γονάδων ήταν στενά συνδεδεμένη η αναπαραγωγική μετανάστευση.  Αυτές οι παλαμίδες, μόλις για πρώτη φορά αποκτούσαν τη δυνατότητα γέννησης, αμέσως αναχωρούσαν από τον τόπο της γέννησής τους και απέρχονταν στο Μέλανα κόλπο της Θράκης που εκτείνονταν από τη Θρακική χερσόννησο, όπου η γνωστή Καλλίπολη, μέχρι και τις εκβολές του Έβρου, 

- Advertisement -

Αιτία της αποδημίας των παλαμίδων από την Αζοφική θάλασσα στο Μέλανα κόλπο εθεωρείτο ο συνδυασμός πολλών παραγόντων.  

Πρώτον η ύπαρξη εντός του υγροβιότοπου κρυψώνων για το γόνο των ψαριών και η εναπόθεση από τον Έβρο και το Μέλανα ποταμό πολλής ιλύος και λάσπης στις εκβολές τους.  

Δεύτερον η ύπαρξη παρόμοιου φυσικού περιβάλλοντος μεταξύ  των δυο θαλάσσιων περιοχών.  

Η άφθονη τροφοδότηση του Εύξεινου Πόντου με γλυκό νερό από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Ευρώπης, όπως Ίστρος (σήμερα Δούναβης), Τύρας (σήμερα Δνείστερος), Ύπανις (σήμερα Μπουγκ), Βορυσθένης (σήμερα Δνείπερος) και Τάναϊς (σήμερα Ντον) ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς τεράστιος αριθμός θαλάσσιων και ποταμίσιων ειδών ψαριού διαβιούσαν και στα δύο περιβάλλοντα.  Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με τον εκβολικό χώρο των δύο γειτονικών ποταμών, Έβρου και Μέλανα.  

Ο Μέλανας κόλπος διέθετε και διαθέτει ευνοϊκές συνθήκες για την αναπαραγωγή και τη διαχείμαση, ενώ ειδικότερα ο ποταμόκολπος της Αίνου, δηλαδή η εκβολή του Έβρου σ’ένα μακρόστενο ημίκλειστο κόλπο, εμφάνιζε μια σπάνια ιδιαιτερότητα με διάφορες πτυχές.  Ο κόλπος ευνοείτο από τη σταθερή, μακροχρόνια και αυξημένη απόθεση φερτών υλικών, λάσπης και πηλού,  οπότε σταδιακά μετατρεπόταν σε μια λιμνοθάλασσα με αβαθή έκταση,  προστατευόμενη από το θρακικό πέλαγος, τον Ομηρικό Θρηίκιο Πόντο, με φυσικές αμμονησίδες.  

Εξάλλου η λέξη «παλαμίδα» προέρχεται από την αρχαία «πηλαμύς» η οποία βεβαιώνει την αγάπη και τη σχέση του ψαριού αυτού με τον πηλό ο οποίος αφθονούσε και αφθονεί στον υγροβιότοπο του Έβρου.  

Η αξία μιας τέτοιας λιμνοθάλασσας βρισκόταν στο ότι αυτή διατηρούνταν συνεχώς σε νεαρό,  γόνιμο και παραγωγικό στάδιο.  Επίσης στον κόλπο η αλατότητα αποκτούσε ενδιάμεσες τιμές και αναπτύσσονταν τρεις κατηγορίες οργανισμών: το φυτοπλαγκτό, η βενθική μικροχλωρίδα και τα υδρόβια φυτά.  

Έτσι δημιουργούνταν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη αφθονίας καταναλωτικών οργανισμών και συνεπώς η πρωτογενής παραγωγικότητα ήταν πολύ υψηλή.  Μέσα στον υγροβιότοπο λειτουργούσαν παγίδες τροφής, δημιουργώντας ένα είδος αυτοεμπλουτιζόμενου οικολογικού συστήματος ανάμεσα στη θάλασσα και το γλυκό νερό του ποταμού.  Επειδή έβρισκαν άφθονη τροφή, ευνοούνταν πολλά είδη υδρόβιων οργανισμών νεαρής κυρίως ηλικίας και έτσι ο υγροβιότοπος ήταν καθοριστικός τόσο στην ανάπτυξη των πρώιμων βιολογικών σταδίων θαλάσσιων οργανισμών και ιδίως του γόνου πολλών ψαριών, όσο και στην αύξηση της παραγωγικότητας και της αλιευτικής παραγωγής, αφού ουσιαστικά αποτελούσε ένα φυσικό ιχθυοτροφείο, 

Τρίτο και σημαντικότερο ο φόβος του ψύχους στον Εύξεινο Πόντο, επειδή μέσα στο ψύχος επηρεαζόταν η οξύτητα των οφθαλμών τους.  Τα ψάρια, όπως και όλα τα ζώα, έχουν βασικές περιβαλλοντικές απαιτήσεις.  Ανάμεσά τους την πιο σπουδαία θέση κατέχει η θερμοκρασία του νερού η οποία αποτελεί παράγοντα που ρυθμίζει το ρυθμό του μεταβολισμού, την ανάπτυξη και την ικανότητα  αναπαραγωγής.  Είναι γνωστό ότι η θερμοκρασία ασκεί μεγάλη επίδραση στην υγεία τους.  Τα ψάρια έχουν θερμικά όρια τόσο προς τα πάνω, όσο και προς τα κάτω με άριστες θερμοκρασίες για αύξηση, επώαση των αυγών, πέψη της τροφής και αντίσταση σε ασθένειες, δηλαδή συνθήκες που έβρισκαν στο Θρακικό πέλαγος, επειδή εκεί συναντώνται τα θερμά ρεύματα του νότου με τα κρύα ρεύματα του Εύξεινου Πόντου.  

Το Μέλανα λοιπόν κόλπο επέλεγαν οι παλαμίδες ως τόπο της χειμερινής τους διαβίωσης,  με την προσδοκία της  Άνοιξης, οπότε εκδηλωνόταν η επιθυμία της αναπαραγωγής  και, όταν την ικανοποιούσαν, επανέρχονταν στον Εύξεινο Πόντο με σκοπό την ωοτοκία.  Ακόμη και τώρα οι παλαμίδες κάθε άνοιξη από το Μέλανα κόλπο και το Θρακικό πέλαγος εισέρχονται στη Μαύρη  θάλασσα.  Άρα ο  Εύξεινος Πόντος  μαζί με τη Μαιώτιδα  λίμνη (Αζοφική θάλασσα ) αφενός και ο Μέλανας κόλπος μαζί με τον Έβρο αφετέρου αποτελούσαν σαφώς συγκοινωνούντα  δοχεία  και  αλληλοεπηρεάζονταν, 

Γνωρίζοντας αυτά και αναμένοντας την άφιξή τους οι Θράκες αλιείς, με προεξάρχοντες τους Αινίτες, οργάνωναν την αλίευσή τους.  Η παλαμίδα, επιστημονικά Sarda-Sarda ή Palamys Sarda, με το υδροδυναμικό σχήμα της και το νόστιμο κρέας της ψαρευόταν στον κόλπο της Αίνου, στο Μέλανα κόλπο και σε όλο το θρακικό πέλαγος.  

Η αλιευτική περίοδος ξεκινούσε το φθινόπωρο, διότι τότε ολοκληρωνόταν η μετανάστευση, και μεγάλες ποσότητες αλιεύονταν κυρίως μέσα στον τραχύ χειμώνα, σε μια εποχή, όπου το ψάρεμα ήταν οδυνηρό και άχαρο, διότι γινόταν κάτω από επικίνδυνες καιρικές συνθήκες.  

Επίσης η προσέγγιση του ψαρέματος προσαρμόστηκε στις τοπικές υγροτοπικές συνθήκες και ήταν διαφορετική από τις παραδοσιακές τεχνικές αλιείας είτε επειδή ο υγροβιότοπος του δέλτα ήταν αβαθής είτε επειδή οι ντόπιοι ψαράδες κατανόησαν τη συμπεριφορά της παλαμίδας, Πράγματι με τον καιρό έμαθαν οι Θράκες ότι οι παλαμίδες φοβούνταν το σκοτάδι, γι’ αυτό και αλιεύονταν ευκολότερα τη νύχτα.

 Όταν αντιλαμβάνονταν ένα μεγάλο κοπάδι ψαριών σε κάποιο μέρος της επιφάνειας, έπλεαν αθόρυβα προς το μέρος και υπολογίζοντας την απόσταση έριχναν τα δίχτυα τους μακριά απ’αυτό το μέρος έτσι ώστε να μην φτάσει κανένας θόρυβος στα ψάρια,  ούτε από τα κουπιά ούτε από την ορμή της ψαρόβαρκας.  

Έπειτα έδιδαν εντολή στους ναύτες να κάνουν απόλυτη ησυχία μέχρι την περικύκλωση και τον αιφνιδιασμό του κοπαδιού, ενώ  αυτό  βρισκόταν  ακόμη  στην επιφάνεια.  Αν  ίσως  κάποιος  έκανε θόρυβο  πριν φτάσουν εκεί, τότε τα ψάρια έφευγαν για να σωθούν.  

Μετά την επιτυχή περικύκλωση δινόταν αμέσως η εντολή  να φωνάζουν, να θορυβούν και να χτυπούν τη θάλασσα με τα κουπιά των πλοίων.  Έτσι οι παλαμίδες, βλέποντας το φτιαγμένο από λινάρι θρακικό  δίχτυ και θεωρώντας ότι είναι σκέπη, από το φόβο τους έπεφταν μέσα σ’αυτό.  Και η πρόσφατη ερμηνεία του όρου daeda ως πυρσοί στο κείμενο των συνοριακών κανονισμών που βρέθηκε στην Ίστρο (ή Ιστρόπολι, πρόσφατα Ίστρια), πόλη της Θράκης στο λεγόμενο Ιερόν στόμα του ποταμού Ίστρου, κείμενο χρονολογούμενο στο 100 μ.Χ., αποκαλύπτει την «πυρευτική», τη θρακική συνήθεια της νυχτερινής αλιείας, μιας μεθόδου που καταγράφεται από τον ποιητή Οππιανό και από τον Κόιντο το Σμυρναίο (Quintus Smyrrnaeus).  

Ακόμη οι Θράκες χρησιμοποιούσαν κάποια όχι μακριά, αλλά χοντρή και δυνατή ράβδο (άλλως καμάκι).  Στο τέρμα της είχε χυμένο μολύβι και πολλές σιδερένιες ράβδους, με τρεις ακίδες, η μια μετά την άλλη, ενώ την περιέβαλλε ένα πολύ καλά πλεγμένο σχοινί.  

Με τη ράβδο αυτή πλέοντας οι αρχαίοι Θράκες είτε στα ανοιχτά και στα βαθιά είτε στα πιο ρηχά, λασπώδη και βορβορώδη μέρη του κόλπου, άφηναν με ταχύτητα αυτό το αλιευτικό μέσο να πέσει μέσα στη θάλασσα το οποίο μέσα στις λάσπες χτυπούσε τις εξασθενημένες και τρομοκρατημένες παλαμίδες και άλλες έπιανε και άλλες τρυπούσε.  Έτσι αλιευόταν η παλαμίδα στον κόλπο της Αίνου και γενικά στο Μέλανα κόλπο, αποτελούσε δε, λόγω της αφθονίας της, βασική τροφή και πολύ σημαντικό αλίευμα για τους Θράκες αλιείς, πράγμα που αποδεικνύει ότι η αλιευτική ήταν μία από τις σημαντικότερες χρήσεις του υγροβιότοπου.  

Αυτή τη διαχρονική παρουσία της παλαμίδας στη θάλασσα μπροστά στο δέλτα Έβρου επιβεβαιώνει, για παράδειγμα, και η αλιεία έως το 1950 περίπου.  Χιλιάδες κοπάδια παλαμίδας εισέρχονταν στο θρακικό πέλαγος και το δέλτα νηστικά και αδηφάγα πέφτοντας πάνω στα μικρά ψάρια της περιοχής.  

Και τότε δραστηριοποιούνταν, όχι μόνο οι οργανωμένοι αλιείς, αλλά και οι ερασιτέχνες που έσπευδαν να δολώνουν τα αγκίστριά τους.  Με μια πετονιά σε μια ώρα μπορούσε ο καθένας να ανασύρει από τη θάλασσα σαράντα και εξήντα παλαμίδες, πράγμα που αποδεικνύει την μεγάλη αειφορία του θρακικού πελάγους.  

Τα αλιευόμενα ψάρια είτε προορίζονταν για προσωπική κατανάλωση είτε για το εμπόριο.  Τα φρέσκα ψάρια αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίου κυρίως στη χειμερινή περίοδο.  Επίσης τα ψάρια τα επεξεργάζονταν είτε μέσω καπνίσματος είτε μέσω παστώματος, στεγνώματος και αρμυρίσματος, όπως καταγράφεται σε γραμματειακές πηγές και επιβεβαιώνεται από μεγάλο και αυξανόμενο όγκο επιγραφικών και αρχαιολογικών στοιχείων.  

Η προετοιμασία και κατανάλωση παστωμένου ψαριού (garum,  τάριχος) ήταν διαδεδομένη κατά μήκος των θρακικών ακτών στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Σώθηκαν αμφορείς που είναι κατάλληλοι για τη μακροχρόνια διατήρηση και τη μεταφορά παστωμένων ψαριών, και επίσης βρέθηκαν βαρέλια άρμης μεγάλης χωρητικότητας στη Χερσόνησο του Εύξεινου Πόντου (2.000 κυβικά μέτρα), στο Μυρμήκιο και την Τυριτάκη (457 κυβικά μέτρα).  

Από την αρχαιότητα οι Αίνιοι, οι Δορίσκιοι και οι Σαμόθρακες για τη συντήρηση των τροφίμων χρησιμοποιούσαν το αλάτι που ήταν το «ψυγείο» της εποχής.  Έτσι πάστωναν την παλαμίδα, το σκόμβρο (κοινώς σκουμπρί), τον κολία (κοινώς κολιό), το θύννο (κοινώς τόνο), κ.α.

Το θαλασσινό αλάτι επομένως γινόταν σημαντικός παράγοντας του εμπορίου, αφού πρώτα παραγόταν στις αλυκές,  ανάμεσα στις οποίες γνωστές ήταν της Αίνου και της Απολλωνίας στα παράλια του Εύξεινου Πόντου.  

Χάρη στις αλυκές πλούτιζαν συνήθως οι Έλληνες άποικοι των θρακικών παραλίων, διότι αφενός εφοδίαζαν με αλάτι τους θράκες της περιοχής του Έβρου που δεν ασχολούνταν με την παραγωγή αλατιού και αφετέρου έκαναν εξαγωγή σε άλλες περιοχές της θράκης και στη Μακεδονία.  

Την άποψη για ύπαρξη αλυκής (αλατόγουρνας) στην παραθαλάσσια Αίνο, νότια-νοτιοανατολικά της, δίπλα στις σημερινές περιοχές Tasalti  golu  και Tuzla Golleri, ενισχύουν τόσο τα αρχαιολογικά ευρήματα στην ακρόπολη της πόλης, όπως σιτάρι, αλάτι,  αποξηραμένα ψάρια, λάδι και κρασί, όσο και η σημαντική ανακάλυψη αρχαίας θρακικής αλυκής στην περιοχή της βουλγαρικής πόλης Βάρνα, Σύμφωνα με τον κ. Βασίλ Νικόλοφ, καθηγητή του Εθνικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και Μουσείου της Σόφιας,  εγγύς της σημερινής πόλης Provadia υπήρχε πόλη που χρονολογείται μεταξύ 4700 και 4200 π.Χ., και θεωρείται αφενός η παλαιότερη προϊστορική πόλη της Ευρώπης, αφετέρου τόπος παραγωγής, αποθήκευσης και εμπορίου του αλατιού το οποίο αποτέλεσε  και την αιτία  ίδρυσης της πόλης.  

Η αλιεία στα ποτάμια ή τις θάλασσες εμφανίζεται λοιπόν ως μία από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες δραστηριότητες, Το ψάρι ήταν πάντα σημαντικό διατροφικό στοιχείο, αντικείμενο εμπορίου και πηγή υγείας στον αρχαίο κόσμο, αφού είχε και φαρμακευτικές ιδιότητες, όπως δείχνει το έργο του διάσημου ιατρού της αρχαιότητας Γαληνού.  

Με την καύση της παλαμίδας, το τρίψιμό της και την τοποθέτησή της αντιμετώπιζαν τα διαβρωτικά έλκη, τις σήψεις και τις εξωτερικές αιμορροΐδες, ενώ  με τον παραγόμενο  από  αυτήν  γάρο  τον πόνο των αφτιών.  

Οι αρχαίοι συγγραφείς από τον Ιπποκράτη (περ, 400 π. Χ. ) και έπειτα τόνισαν,  σε διαφορετικές περιπτώσεις ο καθένας, τον εξαιρετικό πλούτο σε ψάρια των θρακικών παραλίων και της λεκάνης του Εύξεινου Πόντου, καθώς και την επίδραση αυτής της φυσικής πηγής πλούτου στην ευημερία των παράκτιων πόλεων.  

Η αειφορία της αλιείας ειδικά στην Αίνο είχε ως αποτέλεσμα τη διαχρονική διαχείριση και εμπορία των θαλάσσιων πόρων και συνεπώς τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη και τη συσσώρευση μεγάλου πλούτου.  

Η αλιεία στο δέλτα του Έβρου, στο Μέλανα κόλπο, στον Ελλήσποντο,  στην Προποντίδα, στον Εύξεινο Πόντο και ειδικά στη Μαιώτιδα λίμνη ήταν ένας σημαντικός τομέας της οικονομίας για τις πόλεις των θρακικών παραλίων και μαζί με την επεξεργασία του ψαριού μπορεί να είχαν φτάσει σε βιομηχανική κλίμακα κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους.  

Αυτό είναι ολοφάνερο από τη μεγάλη ποσότητα ψαροκόκαλων, οστρέων και εργαλείων αλιείας (αγκίστρια, βαρίδια ψαρέματος) που βρέθηκαν σε σημαντικές ποσότητες κατά τη διάρκεια των ανασκαφών.  

Ακόμη η τεράστια ποσότητα αμφορέων που βρέθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών και η χρήση τους ως δοχείων για τη μεταφορά ψαριών αποδεικνύουν ότι αυτές οι εργασίες εκτελούνταν σε ιδιαίτερα μεγάλη κλίμακα.  

Όμως η παραπάνω αειφορία έπαυσε να υφίσταται στην εποχή μας δυστυχώς για τους θράκες αλιείς.  

Η παρουσία της παλαμίδας πλέον στο θρακικό πέλαγος σήμερα είναι πολύ υποτονική για πολλούς λόγους και κυρίως λόγω της τουρκικής μαζικής αλίευσης και υπεραλίευσης της παλαμίδας κατά τη διέλευσή της από το Βόσπορο και τον Ελλήσποντο, 

Ζαμπούκης  Ιωάννης

Φιλόλογος

spot_img
Sunday, September 14, 2025

Latest News

Ορυκτά καύσιμα και τσιμέντο ευθύνονται για τους εντονότερους καύσωνες! 

Περισσότερους και πιο έντονους καύσωνες φέρνει η παραγωγή ορυκτών καυσίμων και τσιμέντου, με την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή να είναι παρούσα!   Η ανθρωπογενής κλιματική...

More Articles Like This