Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Το δικό του προσωπικό περιστατικό, έγραψε και το απέστειλε στη στήλη, ο τακτικός – όπως λέει- αναγνώστης της Ε.Θ. κύριος Θόδωρος Κ… Αλεξ/πολίτης μικροέμπορας, χρησιμοποιώντας το δικαίωμα της 15λέπτου δημοσίευσης των πολιτών.
Διαβεβαιώνει απερίφραστα, ότι η ιστορία του είναι αυθεντική και πέρα για πέρα αληθινή, γιατί έχει και πιστευτά στοιχεία – ντοκουμέντα, από ιταλικές εφημερίδες, τον καιρό που ήταν φοιτητής στη Μόντενα και τον καταζητούσε η αλλοδαπή αστυνομία, μια και ήταν το κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης που διηγείται παρακάτω.
Είπαμε. Το σίριαλ του συμβάντος του Αλεξ/πολίτη φοιτητή στην Ιταλία, διανθήζεται (όπως και όλα τα προηγούμενα προσωπικά περιστατικά των αναγνωστών μας) με πρόσθετα σατιρικά και λεκτικά σκηνικά, δικά μου, για να γίνει το κείμενο πιο αναγνώσιμο και γλαφυρό.
Κατ’ ουσία, ουδόλως αλλάζει το κυρίως θέμα.
Λοιπόν, άντε να πάει το μυαλό σου, με τέτοιο μπλέξιμο.
Στη Μόντενα, μια ονόματι Αντέλα, έβαφε το μαλλί της κόκκινο, κατακκόκινο της φωτιάς. Σουβάντιζε τα μούτρα της μ’ όσα καλλυντικά κυκλοφορούσαν στα Parfimeri και φορούσε κατά προτίμηση παρδαλές φούστες και αποκαλυπτικά ντεκολτέ.
Έσερνε, μάλιστα, μαζί της πάντα, ένα τόσο δα σκυλάκι, που έμοιαζε με ποντίκι. Γελάγανε όμως τα ποντίκια όταν το έβλεπαν να το βάζει στα πόδια άμα τα αντάμωνε.
Η Αντέλα του γλυκομιλούσε και το χάιδευε.
– Κόζα τσε. Κόζα στε φίλιο μιο, τούλεγε,
Καμπαρετζού ήτανε η Αντέλα και εκείνο τον καιρό στη Μόντενα – που φοιτούσε και ο δικός μας – ήτανε φουλ τέτοια μαγαζιά στυλ καμπαρέ.
Η Αντέλα, λοιπόν, είχε κοντράτο με την υπόγα – καμπαρέ, είχε οικονομήσει (το κοτσάρισε μόνη της) ένα ισπανικό όνομα, γιατί το Αντέλα ήταν ακουστικά και καριερίστικα απαράδεκτο όνομα για αρτίστα. Πως λέμε σ’ εμάς μια καλλιτέχνης να λέγεται, Ευτέρπη, Λιθαρή, Νεράντζω, Γιωργίτσα, Ματούλα κ.λπ. και να μην το αλλάξει; Γίνεται; Δεν γίνεται!
Ακόμα και στον παλιό Καραμάτσο της πόλης μας μια Βαγιούλα ονόματι, το έκανε Μπιγιό, στο πιο χαριτωμένο δηλαδή, στο πιο σεξίτικο.
Πάμε παρακάτω:
Εστρελίτα ντε λος Φλόρες, το άλλαξε η Αντέλα και έκανε την βεντέτα. Τρίχες. Ναπολιτάνα ήτανε και μάλιστα από τη μεριά του λιμανιού, που έβγαζε καλλιτεχνικά κελέκια.
Τραγουδούσε όμως σουξέ ισπανικά το Βιολετάρα και το Χόρχε αμορόζο, μοιράζοντας βιολέτες. Η φωνή της ήτανε ξύλινη σαν τις τσιγγανοϊσπανίδες και αυτό άρεζε στους θαμώνες.
Τότε ήτανε που μπήκε στη ζωή της ένας Αμαντέο. Μάλιστα. Κομψός, φινετσάτος, ερωτιάρης, κυπαρισσάτος. Μούτρο ταλιάνικο ήτανε. Έπινε κανένα στιγαρλίκι, έκανε μικροκλοπές και τον αβανταδόρο σε λέσχες.
Κανείς δεν τον πίστευε. Παντρευτήκανε καθολικά και η Αντέλα νόμιζε πως οικονόμησε άντρα.
Μπελά στο κεφάλι της οικονόμησε. Διότι ο Αμαντέο έκτακτος, ωραίος αλλά μισό χρόνο μέσα ήτανε και μισό έξω.
Η ναπολιτάνα του πήγαινε τσιγάρα και χαρτζιλίκι, κοίταζε να τον έχει στα ώπα – ώπα του.
Βεβαίως εραστές. Και επιτέλους ο Αμαντέο ήξερε ότι η Αντέλα εκτός από ντιζέζ ήταν και αντίσταση μηδέν στο ερωτικό μ’ άλλους.
Άλλο όμως πελάτης, άλλο καψούρης. Ήτανε απελευθερωμένος σε κάτι τέτοια ο Ιταλός.
Όμως ο γκόμενος της Αντέλας, ήτανε και άρρωστος φυματικός προχωρημένος.
Στεναχωριότανε η Ναπολιτάνα, μέχρι που πάει πέθανε ο άνθρωπός της.
Έκλαιγε η Αντέλα.
– Τεζόρο μιο!
Στέγνωσε από κλάμα σε δώδεκα ώρες μετά την κηδεία. Μάλιστα.
– Ε, αντέσο; είπε.
Αντέσο, τι αντέσο; Καλύτερα. Δεν θα έβαζε ξανά μπελά στο κεφάλι της. Ήτανε όμορφη, τσαχπίνα, ούνα μπελέτσα και θερμή. Ναπολιτάνικο αίμα. Η Αντέλα είχε βάλει μυαλό.
– Μάι πιού. Δηλαδή αμόρε ποτέ πια!
Ποτέ δεν θα ξανάπιανε γκόμενο, Μήτε σύζυγο. Μόνη της. Όσα θα έβγαζε στην πάντα. Σερμαγιά. Και η Νάπολη; Να γύριζε; Μπα. Σάματι και ήτανε καλύτερα στη Νάπολη;
Που λένε, Σάντα Λουτσία και μάρε λούτσικα;
Τρίχες. Στη Νάπολη είχε ένα αδελφό που αν ζούσε και δεν τον είχε φάει η Καμόρα, που θα της τα έπαιρνε και θα την έδερνε.
Και μια μάνα μπεκρού, που θα κλαιγότανε ολημερίς, Μαντόνα μία, και όλο θα γύρευε. Δήθεν για ευλαβικό καθολικό κερί, αλλά θα πήγαινε να τα πιεί.
Σουρωμένη από το πρωί μέχρι το βράδυ. Εκεί στα 16 χρόνια της την Αντέλα η μάνα της η μπεκρού της προξένευε και φίλους.
– Α, ντον. Μα ουν σινιόρε. Ουν γκαλαντόμο. Ε, πάγκο μπένε.
– Λάσα μι, μάμμα.
Μάμμα. Πάντως σταυροκοπιότανε εξ αριστερών προς τα δεξιά και όλο παρακάλαγε τον Σαν Τζενάρο.
Όχι δεν πάει στη Νάπολη η Αντέλα. Τι να κάνει στη Νάπολη; Άντε από κει. Καλύτερα στη Μόντενα.
Λοιπόν, ήτανε ένας πλούσιος της περιοχής, κτηματίας και την σπίτωσε. Αλλά παντρεμένος ο άνθρωπος δεν μπορούσε να πηγαίνει συχνά τα βράδια στο καμπαρέ.
Και η Αντέλα ελεύθερη, έκανε υπερωρίες μ’ άλλους.
Όχι όποιον, όποιον. Διαλεχτούς. Δολάρια, λιρέτες, συνάλλαγμα, πολλά λεφτά. Είχε και μυαλό.
Δεν τα κράταγε κάτω στο πάπλωμα, νοίκιασε στην τράπεζα κασαφόρτε και τα έκλεισε σε χρυσάφι.
Και όπως τρέχανε τα χρόνια και έτρεχε τρελά ο πλούσιος κτηματίας ένα βράδυ, αντάμωσε το θάνατο. Πάει κι αυτός.
Για την ανάπαυση της ψυχής του γκόμενου η Αντέλα μοίραζε επιμνημόσυνα πανιότες και παρμεζάνες στη φουκαραδοσύνη της γειτονιάς της.
Αλλά τα χρόνια πέσανε και επάνω της μετά, κάτι ρυτίδες και κάτι παρακμές. Τώρα πια δεν ήτανε η νεαρή Ντε Φλόρες, αλλά μια Αντέλα πουρί, μια Αντέλα δαμάσκηνο κομπόστα. Έτρεχε να φρεσκαριστεί, μέχρι που κόλλαγε μπιφτέκια τη νύχτα στα μούτρα της και την άλλη μέρα τα μαγείρευε. Γιατί τώρα δεν πέφτανε τσούρμο λεφτά, μονάχα χαμόγελα και ειρωνείες.
Τα λεφτά στην τράπεζα όμως δεν τα πείραζε, τα είχε καβάτζα. Τα κράτησε. Γιατί είχε μάθει, ότι η δύναμη του ανθρώπου είναι το χρήμα, το πορτοφόλι.
Και ένα άλλο βραδάκι γνώρισε τον δικό μας πατριώτη, τον Θόδωρο. Τεό τον έλεγε κατόπιν, που ήτανε φοιτητές στο Μόντενα και έκανε διάφορες δουλειές και τον ταρίφα ταξιτζή τελευταία, για να οικονομήσει έξτρα για τις σπουδές του.
Καλός και νέος, η νέα γνωριμία με τον Γκρέκο, ωραίος, τσαχπίνης, χωρατατζής, νεφροσίδερος και ξύπνιος.
Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα.
Μόνο λάθος του ήτανε όταν έκανε πανεπιστημιακή αίτηση για παθολογικό τμήμα ιατρικής και έγραψε κτηνιατρική επειδή όταν ήρθε, λίγα ιταλικά ήξερε.
Έτσι απογοητευμένος εγκατέλειψε το τμήμα και έκανε δουλειές του ποδαριού, αναμένοντας την άλλη σπουδαστική περίοδο, να διορθώσει.
Τον ταξιτζή τον έκανε με ωράριο γερμανικών νούμερων, γυρνώντας σε ταβέρνες, καπηλειά, μπάρ και καμπαρέ για μεθυσμένα πουρμπουάρ.
Με ξενύχτικο αγώγι, πήρε και την Αντέλα που σχόλασε και στη διαδρομή εκτιμήθηκαν για καλά από τις κουβέντες που αντάλλαξαν. Έτσι έγινε μόνιμος, σχεδόν οδηγός όταν σχολούσε η Αντέλα και δεν άργησε η πρόκληση στο σπίτι της ένα ξημέρωμα.
Τα ήπιανε από τότε αρκετές φορές συνέχεια και γίνανε της εμπιστοσύνης κολλητοί.
Ανάμεσα σε καμπάρι και καμπανίτη, η Αντέλα του εξιστόρησε όλους τους καημούς της και τη ζωή της.
Ο δικός μας ο Τεό τόλμησε τότε να της προτείνει:
– Ρε συ Αντέλα μιο, γιατί δεν κάνεις μια δουλειά αλλιώτικη, που ‘χει πολλά φράγκα και δεν θα ξενυχτάς πλέον στην υπόγα του καμπαρέ; Δεν λέω καλή είσαι μια χαρά, ξέρεις τη δουλειά σου και θα οικονομήσεις βαριά λεφτά. Αλλά ας έχεις εδώ και καμία κοπελίτσα ποιο φρέσκια, πιο τραβηχτική.
Να ήταν άλλη θα θύμωνε. Η Αντέλα, όμως ήτανε Ναπολιτάνα. Βέβαια στην αρχή του τα έσυρε του Έλληνα φοιτητή, αλλά όταν έμεινε μόνη το σκεφτότανε.
– Πέρκε νο;
Η Αντέλα το έβαλε στο μυαλό της.
– Λαβοράρε. Να εργαστεί με κάτι άλλο.
Γιατί τώρα, που περάσανε και τα χρόνια, στο υπόγειο καμπαρέ, σπάγανε κέφι τα νεαρούλια ιταλάκια με τούτη την ψημένη που τραγουδούσε φλαμέγκο και καντρίλες, παριστάνοντας τη βέρα Σπανιόλα.
– Ιο σόνο μερέχενς, μι πιάτσε λα μούζικα.
Καμιά φορά στέναζε που σπάγανε κέφι οι θαμώνες.
– Πεκάτο. Κρίμα, δηλαδή, μονολογούσε.
Πως φύγανε τόσο γρήγορα τα νιάτα μου.
Ο δικός μας, πάλι, ο Θόδωρος, της δούλευε διπλό καρμπιρατέρ, επαναλαμβάνοντας διαρκώς την πρότασή του.
– Ε, συ ρε Αντέλα μίο, όμορφη ραγκάτσα είσαι ακόμα, μ’ αυτή τη δουλειά ξεκούραστα θα βγάλεις παραπάνω και θάχεις αποκούμπι στα γεροντάματα. Εκείνη την εποχή, τα καμπαρέ και τα μπαρ στην Ιταλία, ήτανε κομμάτι πονηρά και ύποπτα.
Σε δέκα κοπελίτσες τα έριξε η Αντέλα, όπως την ορμήνευσε ο δικός μας φοιτητής, οι τρεις τσιμπίσανε.
– Κόμε μία κάζα. Έλα σπίτι μου, έλεγε η Ναπολιτάνα στα τρυφερούδια. Εγώ έχω γνωριμίες με καλούς κυρίους, σίγουρους. Καπίσι;
Παρακαπίσι τα κοριτσόπουλα. Τα είχανε ξεπεράσει τα ανόητα ταμπού της ηθικής και τα δεσμά της κοινωνίας.
Έτσι νομίζανε.
Η Αντέλα έπιασε στο τηλέφωνο κάτι καλούς.
– Έχω πράμα νέο, πρώτης τάξεως, πατισερί.
Τρεις – τέσσερις μήνες καλά τα πήγε, μοιρασιά έπαιρνε και ο Θόδωρος, τα βόλευε με τα έξοδα του, περισεύανε κιόλας, άκοπα λεφτά γιατί εμφανιζότανε πάντα στο τέλος της γυμναστικής για την είσπραξη.
Η Αντέλα, είναι αλήθεια, του ξυγιότανε καλά.
Ξαφνικά κάνει ένα ντου το Ηθών, μπονασέρα, και τσακώνει πολύ ενδιαφέροντα πρόσωπα μαζί και η Αντέλα. Βλέπεις, ότι φλυαρούσαν από δω και από εκεί, τα μιλούσανε ανόητα τα χαζοκοριτσόπουλα και έγινε το κακό.
Πως το πήρε έγκαιρα χαμπάρι για το ντου το Ηθών ο Αλεξ/πολίτης φοιτητές και το έβαλε στα πόδια, είναι μυστήριο.
Άφησε φοιτητικά, υπάρχοντα, βιβλία, έπιπλα, ενοίκια και με φορτηγό ψυγείο TIR, έγινε Λούης από Μόντενα και Ιταλία.
Ένα χρόνο έφαγε η Αντέλα, γράψανε οι εφημερίδες για Έλληνα φοιτητή – προστάτη και μέσα στη φυλακή η Ναπολιτάνα το συλλογιζότανε.
– Πόρκα μιζέρια, μιο κόζατσε βίτα;
Και ο Τέο στην πατρίδα, με μαγαζί λιανικής πώλησης με αναμνήσεις και ανακούφιση.
Μποντζόρνο.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής