
Ξεθώριασαν τα όνειρα που κάναμε παρέα
εκείνα τα μεγάλα τα ωραία.
Τα παρέσυρε ο άνεμος στα πέρατα
κι έμεινα να κλαίω βράδια αξημέρωτα.
Ας λένε οι άντρες δεν κλαίνε.
Πολλά είναι αυτά που τους καίνε
και ψάχνουν να βρουν παρηγοριά
στο ποτήρι το κρασί που τους ξεγελά.
Χάθηκε το κόκκινο των χειλιών σου.
Κάποτε ήμουν έρμαιο των φιλιών σου.
Χάθηκε της μορφής σου η τρυφερότητα
και απέμεινε μία σκληρότητα.
Χάθηκε η λάμψη των ματιών σου
τότε που με ένιωθες δικό σου.
Τότε που ξεπρόβαλε η αυγή
και ήσουν δίπλα μου εσύ.
Χάθηκε η γλύκα των λόγων σου
και άφησε λόγια των πόνων σου
που μου βάρυναν την καρδιά
και με μάτωσαν σαν καρφιά.
Φταίω εγώ, φταις εσύ
ο καθένας μας προσπαθεί να βρει
την αιτία που έπεσε η αυλαία βαριά
μια ατέλειωτη, δύσκολη βραδιά.
Γύρισε στην κλειδαριά το κλειδί.
Κόπηκαν όλα σαν με σπαθί
κι έμεινε ένα παράπονο
για ένα φέρσιμο άπονο.
Πικράθηκαν οι καρδιές.
Χάθηκαν όλες οι ομορφιές
όταν μια μαύρη γραμμή
διέγραψε ότι υπήρχε κι έφερε την αλλαγή.
Ξεθωριασμένα πια τα όνειρα
πετάχτηκαν σαν απόνερα
μέσα σε μια παραζάλη
που έφερε της ζωής μας η πάλη.
Τάνια Στεφάνου Τσαβδάρη