9.4 C
Alexandroupoli
Sunday, September 14, 2025

Μαρτύριο μπροστά σε ΑΤΜ

Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής

atm_1

Είναι η δεύτερη φορά που το παθαίνω.
Ανάθεμα στα μηχανήματα λήψεως χρημάτων, τα γνωστά “ΑΤΜ” έξω από τις τράπεζες.
Όποτε τα χρειάζεσαι, ή καθυστερούν ή αναπαύονται.
Για περισσότερη από μία ώρα, ορμούσα ακάθεκτος πότε στο ένα, πότε στο διπλανό, πότε στο τρίτο, έξω από εκείνα που έχει στην πρόσοψή της η Εθνική.
Το πρώτο λυπόταν αλλά δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει. Προσπαθήστε σε λίγο, έγραφε στο φωτεινό καδράκι του μηχανήματος.
Το δεύτερο, χωρίς να λυπάται, ήταν εκτός λειτουργίας για λόγους “ταΐσματος” τροφοδοσίας δηλαδή, περιμένοντας προφανώς τον αρμόδιο υπάλληλο της τράπεζας αν το σερβίρει ευρώ.
Το τρίτο, πιο πέρα, έμελλε να είναι και το φαρμακερό, για τα νεύρα και την υπομονή της ουράς που είχε παραταχθεί μπροστά του.
Καθώς, λοιπόν, το πλησίασα, ξαφνικά εφόρμησε πιο μπροστά απ’ εμένα μια χοντροκομμένη ασουλούπωτη σ’ όλο το μεγαλείο της βράκας της από την γραφική γειτονιά του μαχαλά της οδού Άβαντος, συμπολίτισσα.
Με γρήγορο διασκελισμό τριπλούν αθλητισμού, πρόλαβε, μπήκε μπροστά και έβαλε την κάρτα που κρατούσε στο χέρι της στην εγκοπή του μηχανήματος.
Η εν λόγω γύφτισσα, ήταν γύρω στα 50-55, κακοντυμένη με φαρμπαλά καφτάνι φούστες και καμιά δεκαριά χρυσαφένια βραχιόλια στα βαμμένα με “κνα” χέρια και στα δάκτυλά της.
Ήταν όμως και κάτι άλλο, όπως διαπίστωσα πολύ σύντομα. Ήταν το χειρότερο, που ταλαιπωρούν τους άμοιρους που περιμένουν τη σειρά τους.
Έβαλε, λοιπόν η οθωμανίς την κάρτα της στο σχισμή ενώ εγώ στάθηκα πίσω της και περίμενα. Πληκτρολόγησε έναν συνδυασμό ο οποίος όπως κατάλαβα, ήταν λανθασμένος. Δοκίμασε έναν δεύτερο, εξίσου φάλτσο.
– “Αμάν, γιοκ σουϊλέ” μονολόγησε, δίνοντας μου αφορμή να τη συμβουλεύσω.
– Ε, κομψού, της είπα, μη ξαναβάλετε για άλλη φορά την κάρτα, γιατί θα την καταπιεί σαν κεμπάπ.
Με κοίταξε ενοχλημένη και τρομαγμένη που εγώ ο άγνωστος έχωνα τη μύτη μου στις υποθέσεις της.
Τελικά, αφού πάτησε όλο το πληκτρολόγιο, πέτυχε φαίνεται την ένδειξη ακύρωση ενώ αυτή ακόμα έψαχνε και παρακαλούσε στο καντράν, δεν ξέρω πόση ακόμη ώρα. Ακολούθως πήρε την κάρτα της πίσω.
Άρχισε τότε να ψάχνει για κάτι μέσα από ένα τεράστιο, πλουμιστό με χάντρες, πορτοφόλι, υποθέτω για κάποιο άλλο σημειωμένο νούμερο σε χαρτί και η αφασία της προς την ουρά εξακολουθούσε εγκληματικά.
– Δε μου λες καλές, μπορείς να αφήσεις να πάρουμε σειρά και εμείς τώρα που βιαζόμαστε και μετά ξαναδοκιμάζεις;
Τσατισμένα την ρώτησε ο νεαρός που είχε σταθεί πίσω μου περιμένοντας την σειρά του.
-Τώρα, τελειών μπρε. Απάντησε εκείνη χωρίς καν να τον κοιτάξει. Και έβγαλε από το πορτοφόλι της μια άλλη κάρτα.
Την έβαλε και αυτή στην εγκοπή. Για να πληκτρολογήσει πάλι λάθος νούμερο. Αυτή τη φορά δεν έκανε δεύτερη προσπάθεια.
Κάλεσε έναν αριθμό στο κινητό της. Είχε ένα κινητό της παλιάς κοπής με καπάκι ακορντεόν.
– Τοπάλ; Νε ολντού μπε. Ηι σακούρ, μπε. Και συνέχισε ελληνικά.
– Τοπάλ γιαβρούμ, ξέχασα αριθμό για παράδες από τράπεζα μπρε. Εσύ τον ξέρεις, για πες το. Δε σε ακούω καλά μπρε. Α, καλά, αυτό είναι το αριθμό, σοϊλε, ταμάμ μπρε. Αφερίμ Τοπάλ.
Ξαφνικά έστρεψε τα μάτια της επάνω μας.
– Ε, κύριος, όχι γκιλντίν κοντά σ’ εμένα, μας είπε φοβισμένη μην και αποστηθίσουμε τον κωδικό που της τηλεφώνησε ο Τοπάλ και καταχραστούμε εντέχνως και ύπουλα τα πλούτη και την περιουσία της. Κοιταχτήκαμε με νόημα και παραμερίσαμε.
Εν τω μεταξύ η ουρά όσο πάει και μεγάλωνε πίσω. Η Φατμέ (μπορεί να την έλεγαν και έτσι ή και Αϊσέ) πήρε από το πορτοφόλι της έναν μαρκαδόρο και σημείωσε στην από πάνω πλευρά της παλάμης της τον σωστό αριθμό που της είπε ο δικός της ο Τοπάλ.
Ακολούθως μετάνιωσε πάραυτα. Τον έφτυσε και τον έσβησε με το άλλο της χέρι φοβούμενη πάλι μην και τον αποστηθίσουμε για δεύτερη φορά.
Τώρα ξανάγραψε στη μέσα πλευρά της παλάμης κλείνοντας ερμητικά τα δάχτυλά της σαν κόγχη, σαν καμπούρωμα οστράκου.
Στη συνέχεια, επιχείρησε να ξαναβάλει την κάρτα της στην σχισμή, να πατήσει το σωστό νούμερο που ήταν γραμμένο στη φούχτα της και αφερίμ, τα κατάφερε, που λέει ο λόγος, διότι αντί να κάνει την πολυπόθητη ανάληψη, αυτή συνέχισε να πατάει ένα σωρό πλήκτρα και να στέκεται σκεπτική πάνω από λογής – λογής αριθμούς.
Πήρε πάλι πίσω την κάρτα της και ξανατηλεφώνησε στον Τοπάλ.
– Αμάν μπρε Τοπάλ, γεμί μαραφέτι τσοκ γκαντεολάν. Και μας κοίταζε όλους πίσω γνωρίζοντας υποθέτω ότι βράζαμε και όπου νάναι θα την χιμούσαμε.
Πλήρη αδιαφορία η απόγονος του Σουλεϊμάν, με το τηλέφωνο στο ένα χέρι και την καρτούλα στο άλλο. Ευανάγνωστη προειδοποίηση γράφθηκε πάνω στην οθόνη του ΑΤΜ στο τέλος.
“Παρακαλώ δώστε ΡΙΝ, τι επιθυμείτε να κάνετε, πατήστε ΟΚ”. Όλα στα ελληνικά. Τζερεμές γι’ αυτήν. Όλα τα πάτησε, πάντοτε με μια έκφραση απορίας για το πως δουλεύουν τα διαβολομηχανήματα του κερατά, αποτυπωμένη στο πρόσωπό της.
Ώσπου να βγάλεις εσύ λεφτά εμείς θα κτίσουμε τζαμί, σχολίασε με βροντώδη φωνή μια κυρία από το τέλος της ουράς που όλο μεγάλωνε.
Όπως καταλαβαίνετε, η ιστορία δεν τελείωσε εδώ.
Ακολούθησε φασαρία τρικούβερτη όπου πήραμε όλοι μέρος, όλοι οι παρευρισκόμενοι ακόμη και οι διερχόμενοι άσχετοι. Βγήκε και ένας υπάλληλος της τράπεζας προσπαθώντας να εκτονώσει τη κατάσταση, κάνοντας την αντ’ αυτού, ακόμη χειρότερη. Μέσα σ’ όλα αυτά, ξαναπήρε και ο Τοπάλ.
Όταν το ΑΤΜ ελευθερώθηκε και περίμενε εμένα και μόνο εμένα από πρώτος της σειράς, ένοιωσα σχεδόν συγκίνηση. Θα έκανα επιτέλους την ανάληψή μου.
Έβαλα που λέτε, την κάρτα μου, σχημάτισα το ΡΙΝ, πάτησα όλα τα απαραίτητα κουμπιά και ξαφνικά το μηχάνημα βρέθηκε εκτός λειτουργίας προσωρινά.
Έτσι έγραφε το ταμπλό.
Κατά πάσα πιθανότητα η “Μεμέτισα” προηγουμένως το βραχυκύκλωσε το ΑΤΜ/
Αναχώρησα έξαλλος από εκεί πηγαίνοντας στα γραφεία της Ε.Θ. Να γράψω το περιστατικό στη βράση του και ελπίζοντας να δοθεί χρόνος ώστε ξαναπηγαίνοντας να έχει διορθωθεί το μηχάνημα, και δεν θα λυπόταν για εξυπηρέτηση σ’ έναν ταλαιπωρημένο όπως εγώ.
Ευτυχώς ξαναγυρίζοντας ήταν εντάξει, διορθωμένο.
Μπροστά μου στεκόταν μια γυναίκα που την ήξερα γιατί ήταν καθαρίστρια στο ΙΚΑ όπου δούλευε υπάλληλος η γυναίκα μου και την έβλεπα τακτικά τα πρωινά όταν συνόδευα τη σύζυγό μου.
Βαστούσε την κάρτα ανάληψης στο χέρι της και μ’ είπε:
– Με βοηθάς σε παρακαλώ κύριε Γιώργο, γιατί δεν βλέπω καλά.
Έσπρωξα την κάρτα της στην εγκοπή.
– Σχηματίστε τον αριθμό σας. Της λέω και απομακρύνομαι διακριτικά.
– Δεν βλέπω τίποτε δυστυχώς κύριε Γιώργο ακόμη.
– Έλα δεν φοβάμαι εσύ είσαι καλός, δεν είσαι απατεώνας.
– Έτσι και αλλιώς τι να κλέψεις; Η σύνταξη που παίρνω δεν κάνει ούτε για ζήτω.
– Πάτησε λοιπόν, εσύ το έξι και το τέσσερα. Στάσου, τώρα, γιατί το άλλο δεν το θυμάμαι.
– Δύο είναι ή εννιά άραγε; Μάλλον πέντε.
Άντε τώρα κάνε καλά. Αποθέματα υπομονής να έχεις μόνο.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής

spot_img
Sunday, September 14, 2025

Latest News

Ορυκτά καύσιμα και τσιμέντο ευθύνονται για τους εντονότερους καύσωνες! 

Περισσότερους και πιο έντονους καύσωνες φέρνει η παραγωγή ορυκτών καυσίμων και τσιμέντου, με την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή να είναι παρούσα!   Η ανθρωπογενής κλιματική...

More Articles Like This