Παιδιά πολλά γεμίζαν με φωνές τη γειτονιά
το κάθε τι γεννήθηκε και υπήρχε γι αυτά
παιχνίδια τους τα πετραδάκια
στα χέρια τους κρατούσανε ξυλάκια
μπάλα πάνινη κλωτσούσαν
και απ’ την κούραση βογκούσαν.
Έτρεχαν και κυνηγιούνταν
και τα γόνατα χτυπιούνταν
η μαμά γιατρός χωρίς πτυχίο
έβαζε φάρμακο στο λαβωμένο σημείο
κι έπαιρνε τα γκρίζα συννεφάκια
απ’ τα δακρυσμένα ματάκια.
Αυτά γίνονταν τα χρόνια τα περασμένα
τότε που είχε θαλπωρή η γειτονιά
τώρα τα σημερινά παιδιά φορτισμένα
βρίσκουν διέξοδο στα ηλεκτρονικά
στα κομπιούτερ τρέχουν να στηθούνε
και με το internet να συνδεθούνε
αμίλητα, αγέλαστα και σοβαρά
πού πάει εκείνη η ξεγνοιασιά;
Νιώθουμε τυχερού όσοι ήμασταν εκεί
στην παλιά φτωχική γειτονιά
σε κείνο το γλυκό καταφύγιο
της ζωής μας το απόρθητο προπύργιο
όπου βασίλευε γαλήνη κι ανθρωπιά
και η ψυχή μας έβρισκε ζεστή φωλιά.
Τάνια Στεφάνου – Τσαβδάρη