Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Συνταγή πανάρχαια, που ισχύει μέχρι των ημερών μας. Το παρελθόν από το χρονοντούλαπο με τις αναμνήσεις από την πόλη, το κάνεις παρόν, με τη λογική θαυμασμού της αξέχαστης νοσταλγίας.
Καταφερτζίδικη λογική, αφού στέρεψε για τώρα κάτι σημερινό, καθημερινό για να δικαιολογήσω την ύπαρξη της στήλης στην Ε.Θ.
Επιχειρώ, λοιπόν, μια παρέλαση αναμνήσεων, ένα φλας – μπακ δηλαδή με αφήγηση ευτράπελων ενσταντανέ καθημερινοτήτων της παλιάς Αλεξ/πολης, βάλε “55” και κάτι χρόνια πίσω, που παραμένουν επίκαιρα και σήμερα γιατί τα χρώματα της σάτιρας παραμένουν αιώνια, είναι “θέσμια” δηλαδή.
Με ακολουθεί με λίγα λόγια το πιστό όνειρο στις περιπλανήσεις της μνήμης και με βαραίνει σε στιγμές αδυναμίας κάθε φορά που πιάνω το μολύβι για να γράψω ένα κομμάτι στην εφημερίδα.
Πιάνω, λοιπόν το μεγάλο και μακρύ κάδρο των αναμνήσεων από την αριστερή πλευρά και προχωρώ.
Ο νοτιάς της παραλίας του φάρου, ξεφυσά μανιασμένα ερχόμενος από Μαρώνεια, Μπουνέντες τον λένε οι καπεταναίοι, και εγώ με παντελονάκι γκολφ εκεί γύρω στη δεκαετία ’50-’60, άντε όπου να ‘ναι θα με πετάξει μέχρι τα μπλόκια και τα ξώβαθα του λιμανιού, αφού το κατοχικό αυτό υπόσκελο είχε και πλαϊνά πτερύγια, έτοιμα για την απογείωσή μου από το χωμάτινο κρηπίδωμα της παραλίας.
Το άτιμο ασετυλένιο φως του φάρου, πέφτοντας το σούρωπο, παραμένει σταθερό στο νοτιά και με προσηλώνει στα πατήματά μου κοιτάζοντάς τα έκθαμβος.
Πιο πριν το απόγευμα, η μπάντα του μαέστρου Χριστόφορου Παπαδόπουλου με το δυτικότροπο στυλ, υπογράμμιζε δραματικά παιανίζοντας για τους απόμαχους των εμφύλιων και τους πρόσφυγες σε μια επετειακή γιορτή Εθνικού μεγαλείου που ελάμβανε χώρα στο προαύλιο της Μητρόπολης.
Τα δικά μου βήματα με οδηγούσαν στα δύο λιμάνια μας, το μικρό μπροστά στις αποθήκες του τελωνείου και το μεγάλο πίσω μέχρι την μπούκα εξόδου του.
Καράβια δικάταρτα, τράτες ναμκιόρες και βαρκούλες τσακπίνικες, λιμνιζόταν φωσφορίζοντας σαν τα τζιέρια και τις κοιλιές των αφρόψαρων όταν βγαίνανε από το τσαπαρί των ψαράδων.
Οι λεμβούχοι περίμεναν με ήρεμη ανατολίτικη υπομονή το φουντάρισμα της άγκυρας του εβδομαδιαίου ταξιδιωτικού καραβιού μακριά όχι πολύ από το λιμάνι που δεν είχε το απαραίτητο τότε βάθος για τον λιμενισμό μεγάλων βαποριών, ώστε να ξεμπαρκάρουν οι επιβάτες που θα τους έπαιρναν οι λεμβούχοι.
Με ταχύ δρασκελισμό, γρήγορα κατηφόρισα προς το ξύλινο υπόστεγο του κυλικείου που ήταν πάνω στην ανατολική προβλήτα του μικρού λιμανιού, γεμάτο εκείνη τη μέρα από συγγενείς και φίλους που περίμεναν τους δικούς τους, πίνοντας αφεψήματα τεΐου, ματζουράνας, καφέδες, πορτοκαλάδες και ηδύποτα αντιζαλιστικά, οι ντραμαμίνες δηλαδή της εποχής, γιατί το αεράτο θαλάσσιος κύμα, έσκαγε μπροστά στις κουπαστές των τραπεζοκαθισμάτων του κυλικείου.
Η μνήμη του φωτογραφικού παρατηρητή που είχα από μικρός και που έρχεται τώρα ύστερα από πολύ πίσω σε χρόνια, ξεχώρισε μέσα στους θαμώνες αυτού του παραθαλάσσιου κέντρου την επιβλητική μορφή του αείμνηστου ιδρυτή της Ε.Θ. Γιώργο Κονδύλη με συντροφιά τον διάδοχό του μικρό Σταύρο και κληρονόμου διαδοχής της εφημερίδας να απολαμβάνουν τσάι και υποβρύχιο, αδημονούντες για την άφιξη του πλοίου, αναμένοντας προφανώς κάποιους δικούς τους.
Παρένθεση: Για να ξέρεις σημερινέ εκδότη Σταύρε ότι από τότε σε έβαλα στόχο για τα σατιρικά της στήλης, με την καλή όμως έννοια, να αναφέρομαι σ’ εσένα που μ’ ανέθεσες να γράφω τέτοια κομμάτια στην επιτυχημένη έκδοση του εντύπου σου, μετά από την ενηλικίωσή μας. Κλείνει η παρένθεση.
Εν τω μεταξύ, κάτω στη μεγάλη λεωφόρο Β. Γεωργίου η πορεία της δοξολογίας η επετειακή, συνεχιζόταν με την ρυθμική πρωτοκολλημένη αυστηρότητα στα στρατιωτικά αγήματα που παρέσυραν και το διδασκαλικό γκρουπ και τα παιδαγωγικά των σχολικών τάξεων τμήματα.
Στο ζαχαροπλαστείο “Ελβετικό” στα καφενεία “Σάββα” και “Μαρκάκη”, στο σινεμά “Τιτάνια”, στο ξύλινο Δημαρχείο, και στη Στρατιωτική Λέσχη, οι παρατεταγμένοι πολίτες ανυπομονούσαν την προσέγγιση της παρέλασης.
Απογευματινές και βραδινές οι ώρες των θεαμάτων με τρεις παρακαλώ προβολές όταν η μέρα ήταν πανηγυρική και στα “Ηλύσια” του Ιωαννίδη, γλιστρούσανε οι κατακόρυφες τσιμεντένιες σκάλες, χειμώνα καλοκαίρι.
Πάντα με τουρκουάζ τουρμπάνι η κυρία Λύντια ταμίας του σινεμά, απαγόρευε τους καιροφυλακτούντες τζαμπατζήδες με την χιτλερική επωδό “Ντε τα μπεις”.
Στον άλλον κινηματογράφο τα “Τιτάνια” από νωρίς η αρωματική ατμόσφαιρα της αίθουσας ήταν καθήκον και αποκλειστικότητα του συμπαθούς Πασχάλη, να τουρμπανίζει με μηχάνημα τρόμπας φλίτ, γεμάτο εσάνς κολόνιας γιασεμιού.
Ταμ-ταμ, κρι-κρι, μπυράλ, κώκ, λεμονάδες, πορτοκαλάδες και καραμελομάστιχα, στα διαλείμματα της προβολής από τον ίδιο με υποβασταζόμενο κασελάκι.
Πρωινά Κυριακής, στηνότανε δίκτυα αυτοσχέδια από επιτήδειους ντόπιους νεαρούς κυνηγούς, εκεί στα ανοιχτά, με βούρλα στις αλάνες της περιοχές Ντελή και Καλαμάκι για παγίδευση καρδερινιών, φλώρων και σκαθιών.
Παραπλανητικά μέσα στα γκιλγκίνια η αναμονή του περάσματος των αποδημητικών και τα τσιλιγκίρια για τις φύντες να είναι ύπουλα τοποθετημένες δίπλα στις πόρτες των δικτύων, ολοκίτρινα τα άνθη και φρέσκοι οι μίσχοι τους.
Λέγανε ότι μερικοί αμοράλοστοι τέτοιοι κυνηγοί πειραματιζότανε πολλές φορές με τα αθώα πτηνά που πιάνανε και αφού ξεπουπουλιάζανε κάμποσα απ’ αυτά, εντελώς γυμνά τα φουκαράδικα, τα αμολούσανε στον ουρανό και τα ξαναπιάνανε πάλι, συναχωμένα όμως τώρα.
Ανάλγητο αστείευμα της εποχής από κακόβουλα παλιόπαιδα. Εντελώς αδιάντροπα!
Με άλλη ρότα, άλλα ωδικά σμήνη και με χαμηλές πτήσεις περνούσαν από τον αυλόγυρο της Μητρόπολης, το Γυμνάσιο με τα παραρτήματά του και το 3ο Δημοτικό σχολείο γιατί η πορεία τους στόχευε ανατολικά ζεστά μέρη, χέρσα, καμπίσια και όχι παραθαλάσσια.
Περνούσαν μάλιστα, όπως παρατηρούσα, με βολ-πλανέ ανάμεσα από τις 8 μαρμάρινες μούσες, γλυπτά που στόλιζαν τις μετόπες των κτιρίων αυτών που κάποτε ήταν συνολικά οι μούσες εννιά τον αριθμό, αλλά φαίνεται η ενάτη απουσίαζε από εκεί αγανακτισμένη από την πρόοδο των μαθητών και την σφεντόνα του ανιψιού του Μητροπολίτη Σαλάχα (Θεός σχωρέστον).
Κανείς δεν θυμάται. Σήμερα έμειναν οι μισές μπορεί και καμία δεν ξέρω.
Καθημερινά, από εφηβική βουλιμία τα χείλη μας τότε, παστωμένα από αλάτι του μπατιρόσπορου των μικροπωλητών υπαίθρου Δοξάκη και Πρωτόπαπα, αναλώναμε με βάση οκαζιόν χαρτζιλικιού, συνδυάζοντας ξεφλουδίζοντας τα σπόρια με ηδυπαθή χαμόγελα βλέποντας τα κορίτσια της ηλικίας μας να προσπαθούν ματαίως να διασώσουν τα προσχήματα της ντροπής που ο Αλεξ/πολίτικος βοριάς τρελαινόταν να ανασηκώνει τα φουστάνια πάνω από το γόνατο, γεννώντας σ’ εμάς προθέσεις ερωτικές και κολάσιμες.
Μέχρι εκεί έφθασε η σεξίτικη πρόθεσή μας και μετά ξεδίναμε με δικαιολογητικό έρεισμα σε ζαχαροπλαστεία.
Εκεί μέσα, κάτω από μεταλλαγμένη Ευρωπαϊκή φωτιστική του χώρου με λάμπες φθορίου και νέον παίζαμε γευστικά δράματα για τον ανέφικτο ερωτισμό να προσεγγίσουμε τις συνομήλικές μας, καταβροχθίζοντας κανταΐφια και σοκολατίνες.
Τα χρόνια εκείνα τα φαντάζει το υποσυνείδητο μου σαν Θρακική σαλάτα. Που να ήξερα ο δόλιος ότι θα ‘ρθει κάποτε το 2014 που θα μνημονεύεται από τη στήλη αυτή ως διεγερτικό θέμα αναμνήσεων από εφημεριδογραφία της πλάκας.
Ήδη καταβρόχθισα όλο το πλάτος στο ταμπλό των αναμνήσεων και το “τορλομπούκι” αυτό με μνήμες αξέχαστης Αλεξ/πολίτικης εικόνας ευελπιστώ να συνεχισθεί μ’ άλλα μελλοντικά κομμάτια.
Υπομονή σ’ όσους με ανέχεστε.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής