
Ένας πατέρας, γεωργός,
ήθελε στα παιδιά του,
πείρα να δώσει, φεύγοντας
απ’ το επάγγελμά του.
Αφού τον κόσμο άφηνε,
άμεσα και για πάντα,
τις τελευταίες συμβουλές,
άφηνε για αγάντα.
Τους έλεγε, αλληγορικά,
να σκάψουν το αμπέλι.
Να βρουν εκεί το θησαυρό,
που έκρυψε εν τέλει.
Και τα παιδιά νομίζοντας,
πως θησαυρό έχει θάψει,
με προθυμία κι όρεξη,
το αμπέλι έχουν σκάψει.
Κι απ’ το καλό το σκάψιμο,
είχε καλή σοδειά,
κείνο τ’ αμπελοχώραφο
για τα φτωχά παιδιά.
Τότε, τα παιδιά κατάλαβαν,
τι ήθελε να ειπεί,
πως έκρυβε έναν θησαυρό,
στ’ αμπέλι πέρα εκεί.
Αθ. Παπατριανταφύλλου