
Ένας παππούς κουβέντιαζε για πράγματα πολλά,
με το μικρό εγγόνι του, για έννοιες, που δεν γνώριζε καλά.
Ρωτούσε ο εγγονός τον παππού, για αλήθειες της ζωής,
κι ήθελε αξιόπιστη απάντηση, και όχι λόγια … στιγμής.
Πάντα απαντούσε ο παππούς, σε όσα του έχει διδάξει,
η πείρα κι η γνώση απ’ τα σχολειά, που μπόρεσε να αρπάξει.
Χαρούμενη η συζήτηση, κι η μάθηση ήταν τέλεια.
Μέχρι, που κάποια στιγμή αρχίσανε, του εγγονού τα γέλια.
Τι να συνέβη και άλλαξε ευθύς το περιβάλλον,
κι αντί η κουβέντα να συνεχιστεί, μπήκε σε δρόμο άλλον;
Ο ξύπνιος μικρός, όπως φάνηκε, έκανε κι ερωτήσεις
που ο παππούς δεν γνώριζε, γι’ αυτές, τις απαντήσεις.
Ήταν ερωτήσεις για IQ, και για Woke Ατζέντα,
που ο παππούς δεν γνώριζε, και άλλαζε κουβέντα.
Μα και σε άλλες ερωτήσεις, άγνωστες για τον παππού,
ο μικρός ξαναρωτούσε: Γι αυτές παππού, πού να ρωτήσω, πού;
Πού και ποιος θα του έλεγε, τι να σημαίνουν όλα αυτά,
που ο παππούς δεν κάτεχε, και άρχιζαν γέλια τρανταχτά;
Και γιατί δεν τα γνωρίζει, που σαν γέροντας σοφός,
λέει τα πάντα πως τα ξέρει, μα εδώ μένει … βουβός;
Ο γέρο παππούς σκυθρώπιασε, και νέα απάντηση δίνει.
αναπάντητη απορία στον εγγονό, καμία να μην μείνει.
Τα χρόνια μου περάσανε, γιε μου. Γέμισε πια, του νου το καλαθάκι,
και χώρος για νέα μάθηση δεν έμεινε, ούτε για λιθαράκι.
Όλα αυτά, που με ρωτάς, θα ‘ρθει καιρός να μάθεις,
από δασκάλους και σχολειά, κι είθε, ποτέ μην τα ξεχάσεις.
Αλλά, στην ώρα τους, κι από σωστούς, σοφούς δασκάλους,
και όχι από ανίδεους, άσοφους, ή οποιουσδήποτε άλλους!
Αθ. Παπατριανταφύλλου