Γράφει ο ΣΧΟΛ-αστής
Με τη μηχανή του χρόνου, πάμε στην Αλεξανδρούπολη μερικές δεκαετίες πίσω.
Ζόρικες εκείνες οι εποχές, οι μεταπολεμικές, αλλά όχι περισσότερο των σημερινών με το “harasi muwazzaf” το γνωστό χαράτσι και τις άλλες φοροκαρπαζιές.
Παραδόξως όμως, πέραν των δυσκολιών, υπήρχε τότε μια εκδηλωτική ανεμελιά στους κατοίκους της πόλης ιδίως στις χαμηλές τάξεις, μια αχνοφανούσα ξενιασιά, μια φανερή ελπίδα για παρήγορο μέλλον.
Ίσως αυτό οφειλόταν, ότι οι παλιοί Αλεξ/πολίτες ήταν αστάθμητα αισιόδοξοι, το ταμπεραμέντο και το γονίδιό τους ήταν λιγότερο στενάχωρο και γενικά πάλευαν κάθε αντιξοότητα με χιούμορ και καλαμπούρι όλα τα οικονομικά και κοινωνικά δύσκολα.
Στους καιρούς εκείνους, λοιπόν, υπήρχαν δύο – τρεις κατηγορίες ντόπιων που ξεχώριζαν, άλλοι (οι πιο πολλοί) της πλεμπαγιάς φτωχοί σαν το αρνί του Θεού, και άλλοι με παραλίδικη νταμπέλα.
Οι κάμποσοι του “φουκαρά” με το καθημερινό στην πλάτη τους μεροδούλι – μεροφάι, οι αρκετά λιγότεροι στης Β’ Εθνικής οικονομικής, δηλαδή, μαγαζάτορες μικρού βεληνεκούς, ισνάφια πετυχημένα, μαστόρια και τεχνίτες της βιοπάλης με τον επιούσιο ανάλογα της προθυμίας τους για δουλειά, οι βιοτέχνες της διαρκούς προσπάθειας και τέλος οι σιγουράντζες των Δ. Υπαλλήλων και των συντάξεων.
Το μεγαλονόμισμα το κατείχε η τελευταία κατηγορία της πόλης, που ήταν πολύ λίγοι, με τα μέτρα της εποχής βέβαια, και ήταν οι μεγαλέμποροι, οι κληρονομικά πατριάρχες εμπορικών και επιχειρηματικών οικογενειών, ψαγμένοι δικηγόροι, γιατροί και εργολάβοι,
Οι τελευταίοι ανήκαν και στην Super – Ling της μπόλικης μάζωξης του χρήματος.
Α, υπήρχε και μια αδήλωτη κατηγορία ακόμη, ενδιαφέρουσα και πολυσυζητημένη με χαρακτήρα γνώριμο στους Αλεξ/πολίτες τότε, ήταν αυτοί που ξεχώριζαν για το τσιφούτικο τρόπο ζωής, τη μονομανία τους για τον πολλαπλασιαστή του “ΜΠΑΓΙΟΚΟ” και της επισώρευσης “Ο ΠΑΡΑΣ στο ΜΠΑΟΥΛΟ” το χρυσό ρεσάτι κάτω από το στρώμα και το χαρτονόμισμα “ΦΥΣΙΓΓΙ” στα ντουβάρια.
Σ’ αυτούς συγκαταλέγονταν και οι “σφιχτοί” του πάρε – δώσε, οι κλειδοκάτοχοι του απόρθητου μπεζαχτά και οι αφανείς παραδοσιακοί “ΕΧΟΝΤΕΣ”.
Τέτοιους υπολόγιζαν οι Αλεξ/πολίτες, εκτός των “ΑΠΑΤΣΙ” της Εξώπολης και μερικούς της παροικίας των “ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ”.
Για τους ξεχωριστούς της δραχμής, λοιπόν, οι παλιοί θυμόσοφοι της πιάτσας, ο κουσκουσάρικος Αλεξ/πολίτης και ο μερικώς ζηλόφθων λαϊκός είχε και τα γνωστά αποφθέγματα.
“Τι θα τα κάνει μωρέ τόσα που μάζεψε, μαζί του θα τα πάρει;
Τα σάβανα, ούτε μικρές, ούτε μεγάλες τσέπες έχουν.
Με χωματερή στα δύο μέτρα γι’ αυτούς και για μας.
Τι μαζεύει ο βλάκας τα μπικικίνια μια ζωή, για να τα φάνε στο τέλος οι ανιψιοί”.
Κοντολογίς οι κατεντρεχείς συμπολίτες μας τους βάπτιζαν κατά το δοκούν σε φραγκοφονιάδες, εξηνταβελόνιδες, δραχμοσφουγγαρόκολους, ξίγκιδες, παραδόπιστους και Σκρούτζηδες κομποδεματάκιδες.
Η αφορμή που γράφτηκε τούτο το κομμάτι είναι ότι η μηχανή του χρόνου με σταμάτησε αναμνηστικά στις άλλοτε εποχές της Αλεξ/πολης, για να περιγράψω αυθεντικά περιστατικά που δικαιολογούσαν τέτοιους χαρακτήρες.
Και όποιος θέλει τα πιστεύει!
Νεαρός, της κοπάνας, της αργοσχολίας και πολυπράγμων, είχα από τότε το ψώνιο να καταγράφω λεπτομερώς κάθε σκαμπρίζικο, μπαταρέλα συμβάν, περιστατικά με σατιρικό περιεχόμενο που συνέβαιναν στην ωραία κοινωνία της πόλης.
Έτσι για την πλάκα μου και στο να διατηρήσω ένα διαχρονικό αρχείο με Αλεξ/πολίτικα μπαρμπούτσαλα, καλαμπούρια, ανέκδοτα της εποχής, διαλόγους σπαρταριστούς, κωμικά ενσταντανέ, λόγια της ταβέρνας και του καφενέ και κάθε είδους ΜΠΑΡΟΥΦΑΤΟΛΟΓΙΑ με κοτσάνες και αγκωνάρια που εκστομίζονταν από τους συντοπίτες μου.
Το αρχείο αυτό, βρέθηκε τελευταία, ψάχνοντας για κάτι σχετικό για τα θέματα της στήλης μου στην Ε.Θ. Στο αποθηκοσύρταρο του παταριού στο σπίτι μου.
Φανέρωσε πλήθος από τέτοια ιστορικά, που έχω σκοπό να τα περιγράψω στα κομμάτια που ακολουθούν.
Στην αναμονή λοιπόν, οι αναγνώστες της Ε.Θ. που πιστεύω ότι θα γελάσουν αφθόνως προσεχώς.
Τα ακούς κύριε εκδότα της εφημερίδας που ισχυριζόσουν ότι τα ευτράπελα της πόλης έχουν όλα δημοσιευθεί και τώρα να πιάνω τα σημερινά και πιο επίκαιρα.
Κλείνει η παρένθεση.
Αρχίζουμε, λοιπόν, από τα σημαδεμένα.
Διπλομαγαζάτορας με γκαστρωμένο πουγκί, παραλής δακτυλοδεικτούμενος και με άδηλους πόρους άλλων αφανών δραστηριοτήτων, σφιχτός στο “έλα αύριο” οσάκις έβγαζε την οικογένειά του έξω τις Κυριακές (τετραμελής οικογένεια) στο κέντρο που καθόταν παράγγελνε ΜΙΑ πορτοκαλάδα με τέσσερα ποτήρια.
Της μοιρασιάς δηλαδή της μπεσαλίδικης.
Ένας άλλος δικός μας πάλι σε πρωινή εκκλησιαστική λειτουργία, με ψιλή πετονιά έδενε, προσάρμοζε τον οβολό του “προαιρείσθαι” συνήθως δεκάρες – εικοσάλεπτα της εποχής, με τρύπα στη μέση, (δεν φαινότανε η άτιμη μεσινέζα από τους γύρω με τίποτε) και έριχνε αυτό το κατασκεύασμα στον περιφερόμενο δίσκο του νεωκόρου ή του μέλους της εκκλησιαστικής επιτροπής, ώστε να δείξει το θεάρεστο καθήκον του και εν συνεχεία ταχυδακτυλουργικώς τραβούσε αστραπιαία το νόμισμα και το έπαιρνε πίσω από την άκρη του δεσίματος. Έξοδο μηδέν.
Τραβηγμένο κακοπιστίας θα μου πείτε, ε.
Ρωτήστε και κανένα παλιό Αλεξ/πολίτη.
Ένα άλλο κουφό που το σημείωσα τότε ιδιαιτέρως, ήταν επώνυμος ντόπιος με οικονομική επιφάνεια όχι δυσάρεστη, φρόντιζε στο κυριακάτικο εκκλησιαστικό να παρευρίσκεται δίπλα στο πανεράκι με τις λειτουργιές με τσέπες γεμάτες από τέτοια προσφόρια καθόταν στο πεζούλι του αυλόγυρου και με τεμάχια τυριού ή κασεριού που είχε σε εσωτερικό του σακκακιού του απολάμβανε το μενού της μέρας και της ανέξοδης διατροφής του.
Εδώ παρακάτω σημειώνεται κι άλλο απερίγραπτο κουφό.
Καταστηματάρχης κεντρικής αγοράς της πόλης διόλου ευκαταφρόνητος της λιανικής των οικοδομικών υλικών.
Στις αργίες της εμπορίας, ξαμολιόνταν μαζί με τα δύο παιδιά και τη γυναίκα του σ’ όλη τη πόλη που ανεγείρετο γιαπιά (τότε είχε αρχίσει και ο οικοδομικός οργασμός) και μάζευαν τα στραβά οικοδομικά καρφιά που ζορίζανε μάστορα και τεχνίτες του καλουπώματος, τα σιάζανε επιμελώς και άψογα στο σπίτι τους και τα εναποθηκεύανε μαζί με τα άλλα στις σέσουλες του μαγαζιού για την πούλησή τους.
Πάμε παρακάτω.
Την ίδια εποχή ζούσε στην Αλεξ/πολη ένας απίθανος γραφικός τύπος, ευχάριστος σ’ όλη την πόλη, ανέμελος, καλλιτέχνης παντός καιρού, πεζογράφος, ποιητής πεζοδρομίου και καυστικός σχολιαστής σ’ όσους δεν τους πήγαινε.
Ήταν ο ΩΡΙΓΕΝΗΣ ΧΙΟΝΗΣ, αν δεν τον ξέρετε.
Ένα είδος Γαλλικού “κλοσάρ” να πούμε, ντυμένος ατσούμπαλα πάντα, πρόχειρος, καθαρός, συμπαθής με μόνιμο χαζοχαρούμενο χαμόγελο και ενίοτε σουρωμένος από ούζα κερασμάτων.
Ξύπνιος, ευρυματικός, θυμόσοφος, καταφερτζής, σκάρωνε στο πίτσι – φιτίλι έμμετρα σατιρικά στιχάκια που τα ‘γραφε αυτοστιγμής στο πακέτο Ματσάγγου που είχε πάντοτε καβάντζα με κερασμένα τσιγάρα.
Με ένα απλό φιλοδώρημα σου έφτιαχνε ένα ομοιοκατάληκτο γρήγορο ποιητικό, σύμφωνα με την επικαιρότητα της μέρας και της εποχής.
Στις καζούρες μερικών καλοθελητών και περιπαικτικών απαντούσε με αυτοσχέδιους στίχους αποστομωτικούς.
Καλοκαιριάτικη ήταν η ημέρα έξω από το κεντρικό καφενείο του ΣΑΒΒΑ δίπλα στο σινεμά ΤΙΤΑΝΙΑ, όσοι το θυμούνται, και μια παρέα Αλεξ/πολιτών συζητούσε επισταμένα για μπίζνες, χρηματιστήρια χρυσού, επιταγές και γενικά οικονομικά συναλλαγών και επιχειρήσεων.
Ξεχώριζε η άποψη και οι αναλύσεις περί νομισματικών θεμάτων ενός της παρέας, γνωστός μεγαλοκαταστηματάρχης της πόλης Αρμένικης καταγωγής, που όλοι γνώριζαν ότι τα “ΦΥΣΟΥΣΕ”.
Περνούσε, λοιπόν, εκείνη την ώρα παραπλεύρως από τα τραπέζια του καφενείου ο Ωριγένης για να εντοπίσει αναζητώντας προφανώς κάποιο κέρασμα από τους θαμώνες.
Ο Αρμένης – πλούσιος, του πρότεινε να του απαγγείλει ο Χιονής κάποιο έμμετρο στιχάκι με αντάλλαγμα το υπόλοιπο (κατακάθι) του καφέ που έπινε ο ίδιος.
Ο Ωριγένης δεν τα έχασε και γρήγορα του αφιέρωσε τους κατωτέρω στίχους χωρίς δισταγμό:
Από Αρμένη μπεσαλή
μη περιμένεις δώρα
λεφτάς αυτός φουκαράς εγώ
θα μπούμε αντάμα στο ίδιο χώμα.
Και ο αξέχαστος μακαρίτης ο Θανασάκος με το όνομα ο Διάκος δηλαδή του Αγίου Νικολάου που καθότανε παραπλεύρως με τον (αείμνηστος κι αυτός) ΣΑΛΑΧΑ, συμπλήρωσε το στιχουργικό του Χιονή με νεκρώσιμο επωδό.
… και ταύτα πάντα μοιραίως
διδαχή αλλήλων και για Αρμεναίους.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής