Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Περίπου μια ντουζίνα είναι οι αθώες παραδοσιακές χριστουγεννιάτικες ερωτήσεις, των οποίων η απάντηση τώρα στις χαλεπές εποχές, κοστίζει επιεικώς περίπου 1.000 έως 1.500 ευρώ.
Μιλάμε για τα πλέον στεγνά και πολλές φορές τσιρούτικα έξοδα που γίνονται απαραίτητα αμέτι μουχαμπέτι αυτές τις άγιες ημέρες.
Και να τα εξηγήσουμε, με το ανάλογο σκηνικό.
– Τι θα κάνουμε φέτος τα Χριστούγεννα, ακούγεται κάθε πρωί η φωνή της συζύγου σε κάθε αξιοπρεπές σπίτι.
– Τι πράμα είναι αυτό βρε γυναίκα να με ξυπνάς με τον εφιάλτη των γιορτινών εξόδων, απαντά ο αναστατωμένος και αγουροξυπνημένος σύζυγος.
Κουβέντα την κουβέντα, φτάνουμε στο ψητό.
Στα 1.000 περίπου ευρώ υπολογίζονται το κόστος και το έξοδο της Θείας Γέννησης και το μέσο του δώρου στα 500 ευρώ.
Υπάρχουν βέβαια και τα υπόλοιπα, δηλαδή το ψυχικό κόστος του καθιερωμένου ετήσιου πανικού.
“Που θα πάν τελικά για Χριστούγεννα;”
“Τι θα φορέσουνε;” “Θα αγοράσει η γυναίκα καινούργιο φόρεμα;” “Τι δώρα θα πάρουν για τα παιδιά;” “Που θα κλείσουν τραπέζι για το ρεβεγιόν;” “Τι θα βάλει για γέμιση στη γαλοπούλα;” “Θα φθάσουν άραγε 5 μπουκάλια κρασί και η απαραίτητη σαμπάνια;” “Που θα πάνε για χαρτιά;” “Τι θα πάρουν για την επίσκεψη στους κουμπάρους” “Βασιλόπιτες μία ή δυο και ψιλά για τα κάλαντα;”
Όλα αυτά, όπως προείπαμε κοστίζουν επιεικώς γύρω στα 1.500 ευρώ.
Κλείνω λοιπόν, τα μάτια κι εγώ και ξεκινώ την γιορταστική Οδύσσεια με την φαντασία μου.
Η επιβεβλημένη Χριστουγεννιάτικη καταναλωτική υστερία με οδηγεί στα κεντρικά μαγαζιά της Αλεξ/πολης.
Ξεκινά από το σπίτι με το αυτοκίνητο με στόχο να παρκάρω κεντρικά, κοντά στην αγορά.
Δεν είμαι μόνος μου. Έχω τον ίδιο υψηλό στόχο με δεκάδες άλλους συμπολίτες μου, που αποφασίζουν να πράξουν το ίδιο την ίδια στιγμή.
Ημέρα Δεκεμβριανή, με εκνευριστικό καιρό, ψιλόβροχο, κρύο, χάλια αρχίζει η περιπέτειά μου.
Γινόμαστε μαι μάζα από μποτιλιαρισμένα τετράτροχα, σταματημένα στα κεντρικά φανάρια της πόλης. Το κέφι μου έχει ήδη χαλάσει. Βιάζομαι.
Είναι αργά το μεσημέρι και φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω τα μαγαζιά. Στρεσάρομαι ακόμη περισσότερο στην ιδέα ότι το άγχος μου οσονούπω μεταλλάσσεται σε πανικό.
Έχω εντοπίσει μια ξεχασμένη θέση παρκαρίσματος δίπλα από το αυτοκίνητο του εκδότη της Ε.Θ. Σταύρου Κονδύλη στην οδό Βενιζέλου, με κίνδυνο να μην μπορέσει να ξεμυτίσει από το σφήνωμα που έκανα πλαϊνά στο αμάξι του και να μου σούρει τα εξ αμάξης αυτός όταν θελήσει να φύγει.
Η βροχούλα η πρωινή εξακολουθεί να πέφτει “στρέιτ” όπως λέει το ρεμπέτικο του Ζαμπέτα. Αυτό μάλιστα, από εκεί και μετά με τα πόδια και στα γύρω μαγαζιά.
Πλησιάζω στον πολυπόθητο στόχο. Μια γύρα στα μαγαζιά της Βενιζέλου ολούθε. Παράξενο, η οδός αυτή έχει τους πιο πολλούς περιπατητικούς, αργόσχολους και τα πιο πολλά αυτοκίνητα.
Είναι βλέπεις στην αρχή του τετραγώνου και το ΚΤΕΛ και η πολυκοσμία γίνεται μεγαλύτερη συγκριτικά με τους άλλους κεντρικούς δρόμους της Αλεξ/πολης. Κάπως το ίδιο συμβαίνει όμως και στην 14η Μαΐου με τις πολλές βιτρίνες.
Το πεζοδρομιακό σούρτα – φέρτα, δεν μου επιτρέπει να δω καλά όλες τις προθήκες των μαγαζιών όπως τις θέλω, αλλά είπαμε ο στόχος είναι στόχος. Πρέπει να αγωνιστώ. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Στην ανάγκη, θα σπρώξω, θα εμποδίσω, θα διεισδύσω. Αν χρειαστεί θα στήσω και καβγά. Ο επιμένων νικά.
Τα κατάφερα. Ψώνισα. Και για μένα και για το σπίτι και για τα λίγα δώρα στους τρίτους και για όλα. Όσο βαστούσε βέβαια το πενιχρό βαλάντιό μου, από τις οικονομίες της χρονιάς και τα απολειφάδια της σύνταξης.
Αλλά το βάρος από τις σακούλες ήταν πραγματικότητα και είχε κόψει λίγο τα χέρια.
Σκέφτομαι ότι τζάμπα και επιπόλαια πήρα ακριβούτσικο δώρο για έναν ξινό και απωθητικό συγγενή της γυναίκας μου, που ποτέ δεν χώνεψα επειδή είναι συγγενής από εκείνη την πλευρά. Αλλά τι να κάνω, θα έχει πάλι αυτός γουρλωμένα τα μάτια του όταν του δώσουμε το δώρο και πάλι θα δυσαρεστηθεί και θα βρει ψεγάδι.
– “Συνηθισμένο και λίγο χοντροκομμένο”, θα αποφανθεί κάνοντας γκριμάτσα απογοήτευσης.
Τι του λες τότε, το παίρνεις πίσω και το δίνεις το δώρο στον ξαπλωτό Βούλγαρο ζητιάνο που κάθεται οκλαδόν ολημερίς μπροστά στο παλιό ταμιευτήριο της 14ης Μαΐου, ή όχι; Έστω.
Σκέφτομαι ακόμα να ξαποστάσω λίγο, πηγαίνοντας στον καφενέ του Σάκη, το στέκι μου, για ένα ανακουφιστικό καφέ, και συνάμα να ξεκουράσω τα χέρια μου. Δεν γίνεται αλλιώς. Είμαι ήδη ράκος. Αλλά, αλίμονο! Η ταλαιπωρία και η γκαντεμιά μου, φαίνεται να έχει συνέχεια.
Εκεί κοντά στο φωτογραφείο του Τόλη Σιάτρα, πέφτω επάνω τυχαία σ’ έναν γνώριμο από το καφενείο, συνταξιούχο Σουφλιώτη δάσκαλο που μας έχει φλομώσει, όλους τους θαμώνες, με την πολυλογία του, τους μονολόγους του και τα λογίδια περί πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής άποψής του, τα μακροσκελή αναφερόμενα της στρατιωτικής του θητείας στην αεροπορία και πάει λέγοντας.
Τα χέρια μου όμως από το βάρος στο κράτημα διαρκείας με τις σακούλες, αρχίσουν να διαμαρτύρονται για τα καλά.
Το πρέσινγκ του φίλου στην πολυλογία, γίνεται ανυπόφορο όσο περνάει η ώρα, δεν έχει τέλος.
Του ξεφεύγω όμως με τρίπλα αλλά Μέσσι, ότι τάχα περιμένει στην άλλη γωνία η γυναίκα μου και γλυτώνω από τη γλιστρίδα του.
Μέρες που είναι, δεν γίνεται αλλιώς, η παρεξήγηση μισή – μισή το τίμημα της πάρλας δικό του.
Τελείωσα επιτέλους με τα ψώνια και τα παραλειπόμενα της ταλαιπωρίας και σκέφθηκα στη συνέχεια αναπαυόμενος στο σπίτι:
– Αλήθεια, τίνος γέννησης γιορτάζουμε;
Τι απέγινε η σημειολογία των Χριστουγέννων;
Που πήγε η νέα ευκαιρία για κάθαρση που μας δίνει συμβολικά κάθε χρόνο το Θείο Βρέφος;
Γιατί τελικά δεν γιορτάζουμε, για να είμαι πιο ακριβής, τη γέννηση του κάθε καταστηματάρχη;
Βλάσφημο είναι έτσι;
Γιατί όμως, εξακολουθώ τον ειρμό των σκέψεών μου, δεν γιορτάζουμε το πνεύμα των Χριστουγέννων με τα ντεκόρ των προθηκών και βιτρινών της εποχής αυτής;
Γιατί τέλος δεν γιορτάζουμε το νέο χρόνο που έρχεται με αντικατάσταση της βασιλόπιτας του σπιτιού μας, με τούρκικο μπακλαβά και άλλα ξενόφερτα μασκαραλίκια της ανατολής; Και πάλι ήμαρτον Κύριε!
Αποφάσισα. Την γιορταστική Οδύσσεια μου για ψώνια και δώρα, φέτος θα την περάσω στο σπίτι κλεισμένος με πολυθρόνα, με απλό σπιτίσιο φαΐ, με ευχετήρια τηλεφωνήματα σε φίλους και συγγενείς και όλα αυτά με συνοδεία της εορταστικής τηλεόρασης. Αμήν!
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής





