Τα αντικίνητρα που δημιουργούν η υπερφορολόγηση και οι υψηλές κρατήσεις υπέρ των Ασφαλιστικών Ταμείων, αφαιρούν μία από τις πλέον Ζωογόνες δυνάμεις της ιδιωτικής Οικονομίας – “Ψίχουλα” θα πάρει ένας εργαζόμενος, αν του γίνει αύξηση μισθού
Καθώς η χώρα διανύει τον έβδομο συνεχή χρόνο υφέσεως και η ανεργία παραμένει σε υπερδιπλάσια επίπεδα σε σχέση με την Ευρωζώνη, πολλοί είναι εκείνοι που αναρωτιούνται ποιοι είναι οι παράγοντες που κρατούν την χώρα στο τέλμα και δεν επιτρέπουν στην οικονομία να «ανασάνει».
Καθώς ο δημόσιος διάλογος εξαντλείτε συνήθως στο δίπολο «φταίνε οι ξένοι»-«φταίνε οι κυβερνώντες», λίγοι είναι εκείνοι που κοιτούν βαθύτερα, στις ρίζες του προβλήματος.
Μία από τις πιο βαθιές εξ’ αυτών είναι το κράτος, που απομυζά κάθε διαθέσιμο πόρο, χωρίς μάλιστα στην πλειονότητα των περιπτώσεων να ανταποδίδει τις ανάλογες υπηρεσίες στους πολίτες και στις επιχειρήσεις.
Τα στοιχεία που έρχονται στο φως για την «θηλιά» γύρω από το επιχειρείν και την απασχόληση που δημιουργούν οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές είναι απολύτως χαρακτηριστικά:
Ας υποθέσουμε ότι ένας εργοδότης θέλει να ανταμείψει έναν σκληρά εργαζόμενο υπάλληλο ή κάποιον με υψηλή απόδοση και να αυξήσει τον μεικτό μηνιαίο μισθό του από τις 2.500 ευρώ στις 3.500.
Όπως αναφέρει η τελευταία εβδομαδιαία έκθεση του ΣΕΒ, η αύξηση αυτή θα κοστίσει 1.246 ευρώ στον εργοδότη, ενώ ο εργαζόμενος θα αυξήσει τις καθαρές αποδοχές του μόνο κατά 396 ευρώ.
Το κράτος, μέσω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, θα εισπράξει επί πλέον έσοδο 850 ευρώ. Επομένως, θα απορροφήσει τα δύο τρίτα της αυξήσεως!
Τα αντικίνητρα που δημιουργούν η υπερφορολόγηση και οι υψηλές κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων αφαιρούν μια από τις ζωογόνες δυνάμεις της ιδιωτικής οικονομίας, που είναι η «δίψα» του εργαζομένου για μισθολογική εξέλιξη, για καλύτερη ανταμοιβή του έργου του.
Συντελούν δε και στην διατήρηση χαμηλών αμοιβών, αλλά και στην ανεργία, αφού μέσα στο παρόν δυσμενές περιβάλλον, οι επιχειρήσεις -και δη οι μικρομεσαίες- εμφανίζονται πρόθυμες να αναλάβουν το υψηλό κόστος που συνεπάγεται η πρόσληψη έστω καινός εργαζομένου.
Παράλληλα, τα δεδομένα αυτά δημιουργούν ευνοϊκό περιβάλλον για την λεγόμενη μαύρη εργασία.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι τον Οκτώβριο, βάσει των επισήμων στοιχείων του υπουργείου Εργασίας, το ισοζύγιο προσλήψεων-αποχωρήσεων είναι αρνητικό κατά 56.473 θέσεις εργασίας.
Αντιμέτωπες με διαρκώς αυξανόμενους άμεσους και έμμεσους φόρους, υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως και πολύ μεγάλο κόστος δανεισμού, οι ελληνικές επιχειρήσεις αδυνατούν να δημιουργήσουν τον μοχλό επανεκκινήσεως της οικονομίας και αυξήσεως της απασχολήσεως.