Γράφει ο ΣΧΟΛ-ιαστής
Πολλές, φορές, επέμενε σχεδόν πιεστικά, το συμπαθητικό γεροντάκι, παλιός καλός γείτονας, ώστε να καταγράψω αφηγηματικά στη στήλη μου, διάφορες αληθινές ιστορίες, βιωματικές που χάραξαν τη νιότη του όταν ζούσε με τους γονείς του στη μεσοπολεμική Αθήνα τότε στα εφιαλτικά χρόνια της κατοχής.
Ήταν περιστατικά της επιβίωσής του που είχαν εκτός της τραγικής εικόνας και αρκετά ιλαροτραγικά, γουστόζικα και ενδιαφέροντα στοιχεία της καπατσοσύνης του νεαρού Έλληνα 15χρονου, απέναντι στις δυνάμεις κατοχής.
Με νοσταλγία και συγκινητική διάθεση μου τα παρέθετε αναπολώντας εκείνες τις περιπτώσεις.
Το εν λόγω γεροντάκι (σχωρεμένος πολλά χρόνια πριν) μετά την απελευθέρωση, ήρθε στην Αλεξ/πολη με την σύζυγό του και τα τέσσερα παιδιά του για να βρει μια άλλη τύχη, μια και εδώ έμεναν πολλοί συγγενείς του.
Εγκαταστάθηκαν σε μονοκατοικία, όμορη με το δικό μου σπίτι στα Μνηματάκια και η καθημερινή επαφή με τους δικούς μου ήταν πάντα αγαστή και μέσα στους κανόνες της καλής γειτνίασης.
Χιονάτος από ηλικία και συνταξιούχος πολλά χρόνια, μου αφηγούνταν συχνά περιστατικά από τη νεανική του ζωή στην Αθήνα.
Ο κυρ Παναγιώτης Θαλασσινός με το όνομα – που σίγουρα θα τον θυμούνται παλιοί ηλικιωμένοι Αλεξ/πολίτες – εργάστηκε στο Δήμο της πόλης αρχικά σαν υδραυλικός μετέπειτα, σοφέρ – οδηγός πυροσβεστικού οχήματος της Δημαρχία και βοηθός του γνωστού σ’ όλους τους πολίτες Γκουντέλου (Θεός σχωρέστον κι αυτόν) αρχιπυροσβέστη ατρόμητου σε κάθε είδους φωτιά και γραφικού τύπου, στις παρέες της ταβέρνας του Συναχείρη ενώ ο κυρ Παναγιώτης για συμπλήρωμα του ευ ζην ασχολήθηκε και με την ραδιοτεχνική βοηθώντας ενίοτε και τον άλλον συνονόματο Παναγιώτη Σιμσιρίκη που διατηρούσε εργαστήρι ραδιοτεχνικό εκεί στην 14η Μαΐου.
Α, και κάτι άλλο ακόμη.
Από τα τέσσερα παιδιά του Θαλασσινού, ζουν σήμερα τα δύο, η κόρη και ένα από τα αγόρια, εγκαταστημένα στην Αθήνα, χρόνια τώρα (Καλλιθέα, Φάληρο) και οσάκις έρχονται στην Αλεξ/πολη με επισκέπτονται συζητώντας τις παλιές αληθινές ιστορίες του πατέρα τους, που από πρώτο χέρι δεν αλλάζουν σε τίποτα απ’ αυτές που μου διηγούνταν ο γέρος.
Λοιπόν, σ’ αυτό το κομμάτι σήμερα θα ξεχωρίσω μια, την πλέον γουστόζικη και θα την περιγράψω αφού ενημερώσω τους αγαπητούς αναγνώστες της Ε.Θ. Ότι δικές μου παρεμβάσεις στην ιστορία, έγιναν μόνο στους απαραίτητους διαλόγους και κατ’ εξαίρεση στον πρόλογο, επίλογο, επιλογές στα καλολογικά στοιχεία, που είναι δικά μου, έτσι για να αποκτήσει το κομμάτι πιο βατό σατιρικό ύφος αλλά και χωρίς να χάσει το πεπραγμένο του “στόρι”.
Απολαύστε το!!!
Πείναγε ο κόσμος. Τρώγανε μπομπότα, ραδικόσουπες και σκουπιδόψωμο όλη η Αθήνα.
Παγωμένη τους χειμώνες της κατοχής, στόλιζε κάθε πρωί τους δρόμους με αρκετούς πεθαμένους (γνωστά αυτά) ο σώζων εαυτόν σωθήτω, με λίγα λόγια, ότι και να έκανες ήσουνα δικαιολογημένος, μέχρι που το “Αγάντα Ρόμελ” και μετά άρχισαν να τρώνε οι Έλληνες και να πεινάνε οι Γερμανοί.
Και τότε, στο “Αγάντα Ρόμελ” ο νεαρός Παναγιώτης ήτανε δεκαπέντε ετών αγόρι και αμολήθηκε στην πιάτσα να θρέψει τη μάνα του, εφόσον ο γέρος του είχε χαθεί αγνοούμενος στην Αλβανία.
Χελιδόνι τον είπανε τον Παναγιώτη και επάγγελμα “ΤΑΓΙΑΔΟΡΟΣ” και όποιος Αλεξ/πολίτης δεν ξέρει τι θα πει ταγιαδόρος, είναι κορόιδο και ανιστόριτος.
Γιατί στην κατοχή έτσι ήτανε. Άλλος γινότανε σαλταδόρος, άλλος κλέφτης, άλλος κουβαλητής του “χάνονται” και άλλος μαυραγορίτης.
Όλοι οι Έλληνες φουκαράδες, ξύπνιοι, πονηροί και μονάχα λίγοι, πολύ λίγοι γίνανε προδότες και ανάθεμα την ψυχή τους.
Ταγιαδόρος, το λοιπόν ο Παναγιωτάκης, γύριζε με ένα ψαλίδι στην τσέπη, πέριξ της Ακροπόλεως στους δρόμους που οδηγούσαν στον Παρθενώνα.
Περπατάγανε τώρα στην Αθήνα κάτι Γερμανάκια αξιωματικοί και φαντάρια της μόρφωσης και του ενδιαφέροντος για τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, που κρεμάγανε από τον ώμο με ένα λουρί τη φωτογραφική τους μηχανή, να τραβάνε φωτό να τις έχουνε για ΑΝΤΕΝΚΕΝ, ανάμνηση δηλαδή.
Ο Παναγιώτακης τους έπαιρνε μαλακά από πίσω και τους καρατάριζε. Πήγαινε ευχαριστημένος ο Γερμαναράς, μέχρι που έπεφτε μέσα στο μπούγιο όταν ήταν μέρα της σχόλης. Φέρμα το Ελληνάκι το δικό μας, πεταγότανε, φραπ, του έκοβε με το ψαλίδι τη μηχανή, αλαφροχέρης και χελιδονάτος, χανόταν στα μονοπάτια και στους μαχαλάδες και κονόμαγε.
Άμα μάλιστα ήτανε καμία μηχανή ΛΑΪΚΑ, καμιά ΡΟΜΠΟΪΤ, καμία με φακό ΑΣΤΡΟ ΠΑΝΤΑΧΑΡ, έβγαζε και δέκα και δεκαπέντε λίρες, καλή δουλειά.
Πάνω από τριάντα μηχανές είχε φάει το σαΐνι ο Παναγιώτάκης και ίσως – λέω εγώ – στα κορόιδα Γερμανάκια να ήτανε, (ποιος ξέρει) και ο μπαμπάς της σημερινής καγκελαρίου Μέρκελ ή ακόμα και ο γονιός του σακάτη…. – θεμά του γονιού του – Σόιμπλε.
Καλά πήγαινε, λοιπόν ο ταγιαδόρος Παναγιώταρος, όταν βγήκε διαταγή οι Γερμαναράδες να μην κυκλοφοράνε με μηχανές γιατί οι ταγιαδόροι είχανε κάνει μεγάλη ρήμαξη σε δαύτες.
Μέχρι και η ΚΟΜΑΝΤΑΤΟΥΡ απελπίστηκε.
Και βρέθηκε άνεργο το παιδί και άλλαξε ρότα, αρχίζοντας να σαλτάρει στα αυτοκίνητα του Ράιχ.
Αλλά επειδή, να πούμε, άμα τσακώνανε κανέναν από δαύτους και του κάνανε μαρτύρια, ο Παναγιώτακης άρχισε να δουλεύει για πάρτη του μόνος του και να μην έχει συνενόχους.
Εν τάξει, πάλι κονόμαγε, μέχρι που ένα μεσημέρι, σε κεντρικό δρόμο, σαλτάρησε σε ένα φορτηγό, Βέρμαχτ Χέερ, και δεν βρήκε τίποτα, μονάχα ένας Γερμαναράς άγαρμπος, κτηνάρα, χοντρομπαλάς, κοιμότανε μέσα, του καλού καιρού.
Τον Παναγιωτάκη τον κακοφαινότανε να φύγει με άδεια χέρια, σκέφθηκε να του φάει τις μπότες.
Αλαφροχέρης, το λοιπόν, του ‘βγαλε την πρώτη, αλλά στη δεύτερη ο Γερμαναράς ξύπνησε και τον μάγκωσε. Και ο μικρός βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ.
Οι Γερμανοί το πήρανε πλάκα. Άκου το άτιμο! Τι μπότες κύριε; Μέχρι εκεί, μάιν χερ;
Και όπως ήτανε πιτσιρίκος, εξυπνόφατσα, σβέλτος και πονηρός, τον συμπαθήσανε.
Τον βαφτίσανε, μάλιστα, ΚΛΑΪΝΕ ΤΟΥΦΕΛ, διαβολάκο, να πούμε, και έτρεχε ο Παναγιωτάκης τους έκανε θελήματα , τους γυάλιζε τις αρβύλες, τους έκανε τις αγγαρείες και έγινε αγαπητός μέχρι στον Φρίτς τον άγριο, τον αρχιδεσμοφύλακα.
Και για να μη χάνει και τον καιρό του, άρχισε να μαθαίνει γερμανικά.
Όχι αυτά τα αστεία. Τα τουριστικά και τα λαζογερμανικά που μιλούν σήμερα πολλοί δικοί μας που πηγαίνουν μετανάστες και σε δέκα χρόνια μάθανε μόνο το πέντε (φίνφ), το εφτά (ζίμπεν) το νερό (βάσερ), το έξτρα πρίμα (γκουτ) και το άλες κάουφεν, τα ρεζιλίκια δηλαδή.
Σωστά γερμανικά, τα ρώταγε, του τα λέγανε οι φρουροί.
Μέχρι που μια μέρα άκουσε τον Φρίτς, τον “σκύλο” και τον Όττο, τον φίλο του, να κουβεντιάζουν.
Λέγανε για του λόγου του δηλαδή, και κατάλαβε ότι την άλλη βδομάδα θα τον περνάγανε οπωσδήποτε από δίκη. Και αν έπεφτε σε καλό πρόεδρο, εν τάξει, αν όμως έπεφτε σε κανένα στραβόξυλο μισερό γερμαναρά, τί γίνεται;
Ο Παναγιωτάκης, δεν είπε τίποτε σε κανένα συγκρατούμενό του, ούτε έδειξε τίποτε από αγωνία και φόβο.
Την τρίτη μέρα τον φωνάξανε αγγαρία έξω από την φυλακή, να ξεφορτώσει πατάτες.
Να βγεις αγγαρία στον δρόμο, στην είσοδο της φυλακής, ήταν εύνοια.
Ζαλώθηκε, λοιπόν, κάνα δύο τσουβάλια ο Παναγιώτακης και σε μια στιγμή μίλησε με τον Φρίτς, κάτι του είπε και μετά πέρασε μπροστά από τον σκοπό ξανακοίταξε προς το μέρος του Φρίτς και του φώναξε:
– Για, ιχ κόμμε γκλάϊχ.
Που θα πει: Ναι, έφτασα, έρχομαι αμέσως.
Ύστερα γέλασε του σκοπού και του κάνει χαρούμενος: Φελντβέλ, σιγκαρέττεν κάουφεν.
Δηλαδή, πάω να πάρω τσιγάρα για τον λοχία, και έδειξε τον Φρίτς.
Τα είπε επίτηδες και μισογερμανικα, τον κοίταξε ο σκοπός, ποιος ξέρει τι χαϊβανάρα ήτανε βερολινέζικη, του κάνε “Γιάάά” που θα πει ναι (αυτό πια το ξέρουνε και οι πελάτες του Θόδωρου του μπακάλη στη γειτονιά μου) και ο Παναγιωτάκης πήγε στην καντίνα απέναντι έξω, τον βλέπανε και μετά μια στιγμή που δεν τον βλέπανε, χελιδόνιασε και χάθηκε μέσα στα στενά σοκάκια πίσω από του Αβέρωφ, και άντε πιάστονε.
Πέρασε η κατοχή, μεγάλωσε έκανε οικογένεια και ήρθε, όπως είπαμε πιο μπροστά στην Αλεξ/πολη.
Την ιστοριούλα αυτήν την γνωρίζει πολύ καλά και ένας συμπολίτης μας ο Αλέκος ο Μπατήρης που ήτανε προσωπικός φίλος με έναν από τους γιους του Παναγιώτη. Ρωτήστε τον για του λόγου το αληθές.
Έξτρα πρίμα γκουτ, λοιπόν.
Σαν Υ.Γ.
Αν όλοι δικαιούνται μερικά λεπτά δημοσιότητας, οι περισσότεροι θα ήθελαν αυτά τα λεπτά να είναι από τα πιο χαρακτηριστικά ενός βιώματος που έζησαν και περιείχαν ένα χρώμα θυμηδίας που έμεινε ανεξίτηλο στη ζωή τους.
Επικοινωνήστε μαζί μας, μιλήστε μας, γράψετε στην Ε.Θ. (στήλη ΣΧΟΛ-ιαστής) και θα διηγηθούμε την ιστορία σας (ενδιαφέρει το ευτράπελο του βιώματος) χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.
Ο ΣΧΟΛ-ιαστής