
Τα χέρια που έπιαναν ρόδα και σταφύλια,
τα μάτια που πέταγαν σπίθες φωτιά,
το γέλιο που γάργαρο απλωνόταν στον κόσμο,
τα μαλλιά που ανέμιζαν στον τρελό βοριά.
Πού πήγαν;
Δεν βρήκαν τόπο να τα χωράει;
Δεν βρήκαν κάποιον να τα αγαπάει;
Έφυγαν άδικα και άγρια
από ένα χέρι τραχύ, ποταπό,
που δε λογάριασε την ποιότητα,
δεν ασπάστηκε την αθωότητα.
Μείναν ανάμνηση στη φωτογραφία,
μείναν θύμηση σε καρδιές με απορία.
Γιατί να έρθει ο μαύρος καβαλάρης;
Γιατί να γίνει φονιάς και μακελάρης;
Τάνια Στεφάνου – Τσαβδάρη
Αλεξανδρούπολη